Του Παναγιώτη Μαυροειδή
«Έλαβα πρόσφατα μια εγκύκλιο από την τοπική αρχή της περιοχής του Λονδίνου όπου μένω, που απευθυνόταν σε μένα ονομάζοντας με ‘’πελάτη’’. Είχα εξοικειωθεί ως τώρα με την αδυσώπητη διείσδυση του νεοφιλελευθερισμού στην καθημερινή ζωή των πολιτών, αλλά παρ’ όλα αυτά αιφνιδιάστηκα. Δεν αγοράζω οτιδήποτε από το τοπικό συμβούλιο, αντίθετα, υποτίθεται ότι με αντιπροσωπεύει. Το εκλέγω και ξοδεύει τους φόρους μου. Αλλά, ο επίσημος που έγραψε την εγκύκλιο είναι φανερό πως αντιλαμβάνεται την τοπική αρχή σαν κάτι περισσότερο από επιχείρηση, που πουλάει κάτι, ικανοποίηση ίσως».
Οι παρατηρήσεις αυτές διατυπώνονται στην εισαγωγή του βιβλίου του Collins Leys, Total Capitalism, Market Politics, Market State (MERLIN PRESS, LONDON, 2008). Γράφονται σε μια μεγάλη και ισχυρή καπιταλιστική χώρα, τη Μεγάλη Βρετανία, μία από τις γενέτειρες του νέο-συντηρητισμού και του δόγματος ‘’το ιδιωτικό είναι καλύτερο’’ και με αυτή την έννοια έχουν μια ιδιαίτερη σημασία οι σχετικές παρατηρήσεις και σχολιασμοί του συγγραφέα. Πολύ περισσότερο όταν αυτές, δεν αφορούν μόνο την οικονομική πλευρά του ζητήματος, αλλά τη μετάλλαξη της καθημερινής ζωής, μέσω της ολοκληρωτικής παράδοσης των πάντων στη λογική του κεφαλαίου και του κέρδους.
Το όραμα του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού, είναι το καθετί να μεταβληθεί σε πεδίο επιχειρηματικής κερδοφόρας δραστηριότητας. Ακόμη και σε τομείς που είχαμε συνηθίσει να θεωρούμε εξ ορισμού δημόσιους ή εκτός της ανθρώπινης παρέμβασης.
Ο κόσμος όλος, με αυτή τη συλλογιστική, δεν συγκροτείται από τίποτα άλλο παρά από αλληλο-γρονθοκοπούμενες ανταγωνιστικότητες μεταξύ επιχειρήσεων, τομέων, κρατών, οικονομικών ενοτήτων, που με ένα μαγικό τρόπο ωθούν τα πάντα προς μια μέγιστη αποτελεσματικότητα και βελτιστοποίηση.
Το δόγμα αυτό δεν συμπυκνώνει μόνο μια υπαγωγή όλων των κοινωνικών λειτουργιών και ζωτικών ανθρώπινων δραστηριοτήτων στη λογική του ιδιωτικού κέρδους, αλλά αποτελεί και το υπόστρωμα για μια μεγάλη πολιτική μεταβολή, καθώς οι εργαζόμενοι, οι συλλογικά ζώντες άνθρωποι και πολίτες, μετατρέπονται με καθολικό τρόπο σε ατομικούς καταναλωτές ή ακόμη σαφέστερα σε ‘’πελάτες’’. Μια κοινωνία ολοκληρωτικά καπιταλιστική όσο ποτέ, από την ενέργεια και τα τρόφιμα, έως τη διασκέδαση, το νερό και τα απορρίμματα, είναι μια κοινωνία των πελατών και τίποτα περισσότερο.
Η αγαθή περίπτωση είναι να θυμηθούμε την ελληνική ταινία στην οποία ο Θανάσης Βέγγος φωνάζει κραδαίνοντας το ντουφέκι του ‘’πελάτες μου….’’, έξω από ένα μαγαζάκι. Για να έρθουμε ωστόσο πιο κοντά στη σοβαρότητα του θέματος, ας θυμηθούμε την υποτιμητική έννοια με την οποία οι οπαδοί μιας ποδοσφαιρικής ομάδας, αποκαλούν ‘’πελάτες’’ μια άλλη ποδοσφαιρική ομάδα , στην περίπτωση που της επιβάλλουν συνεχώς ήττες, μαζί και εξευτελισμό.
Ο Collins Leys, βρίσκει αναλογίες ανάμεσα σε μια τέτοια κοινωνία του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, με τον ‘’ολοκληρωτικό πόλεμο’’ των πρώτων χρόνων του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, ο οποίος οριζόταν ως ‘’πόλεμος μεταξύ ολόκληρων κοινωνιών και όχι μόνο μεταξύ στρατών’’.
Δημόσιες συγκοινωνίες, εκπαίδευση, υγεία, κοινωνικές υπηρεσίες, επιστημονική έρευνα, τηλεπικοινωνίες, ενέργεια, ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες, εκδόσεις, τύπος, συντάξεις, χρήσεις γης, νερό, δημόσιες υποδομές, όπως δρόμοι και λιμάνια, ακόμη και η ίδια η διαμόρφωση πολιτικών στρατηγικών, μεταφέρονται στον ιδιωτικό τομέα. Τα πάντα αλέθονται στο μύλο της ‘’αγοράς’’, στο όνομα της αποτελεσματικότητας, η οποία φυσικά ορίζεται με όρους απόδοσης μιας ιδιωτικής επένδυσης και όχι με το κριτήριο του δημόσιου οφέλους και μιας καλύτερης κοινωνίας.
Στο σημείωμα αυτό, για λόγους οικονομίας, δεν θα ασχοληθούμε με το ερώτημα που αφορά το γιατί οι δημόσιες λειτουργίες στον καπιταλισμό δεν είναι πραγματικά δημόσιες, ούτε ποιοτικές, ούτε και εντελώς δωρεάν. Θα επικεντρωθούμε στην κατάργηση τους, μέσω της ιδιωτικοποίησης, που αποτελεί ζήτημα τεράστιας σημασίας. Η ιδιωτικοποίηση φυσικά έχει μεταμφιεστεί στο λεξιλόγιο των τροϊκανών και γενικά των απολογητών του καπιταλισμού στο πιο εύηχο ‘’αποκρατικοποίηση’’, σαν τα υπουργεία Πολέμου, τα οποία σε όλες τις χώρες ονομάζονται Υπουργεία Άμυνας.
Όπως και να την ονομάσουμε όμως, η μετάβαση μιας επιχείρησης, από το δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα, συνιστά κάτι περισσότερο από ξεπούλημα για τριάντα αργύρια σε ένα ιδιώτη.
Πρώτα από όλα η λειτουργία της δημόσιας επιχείρησης πρέπει να επανα-ορισθεί, με τεμαχισμό σε μια σειρά διακριτών επιμέρους λειτουργιών, οι οποίες να μπορούν να κοστολογούνται και να πωλούνται. Για παράδειγμα, αντί για μια συνολική λειτουργία νοσοκομειακής φροντίδας, γίνεται πλέον λόγος για εκατοντάδες ανεξάρτητες ‘’ιατρικές πράξεις’’, ή για αναρίθμητες διακριτές ‘’συμβουλές υγείας’’, που κοστολογούνται και πωλούνται ανάλογα. Αυτός ο τεμαχισμός όμως, δεν είναι μόνο τεχνικό ζήτημα. Αλλοιώνει την ίδια την έννοια της συνολικής νοσοκομειακής φροντίδας υγείας, που αποτελεί μια οργανική ενότητα και δεν αποτελείται από άθροισμα πράξεων, με τον ίδιο τρόπο που τα διάφορα διαμελισμένα μέλη ενός σώματος, δεν μπορούν να αθροιστούν για να αποτελέσουν ένα ζωντανό οργανισμό, με τη σοφία της λειτουργίας που αυτός έχει.
Δεν αρκεί όμως να μετατραπεί μια δημόσια κοινωνική λειτουργία, σε άθροισμα εμπορεύσιμων πράξεων, προϊόντων και υπηρεσιών. Πρέπει να δημιουργηθούν πελάτες, πρόθυμοι να αγοράσουν. Μια δεύτερη πλευρά επομένως, έχει να κάνει με την καλλιέργεια της αναγκαιότητας, να πληρώνουν οι ίδιοι οι πολίτες. Αυτό φυσικά δεν θα μπορούσε ποτέ να επιβληθεί αν πρώτα δε διασυρθούν στην κοινή χλεύη ή δεν οδηγηθούν στην οικονομική ασφυξία και λειτουργική παράλυση οποιοιδήποτε επιζώντες οργανισμοί, που παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες δωρεάν. Όταν λοιπόν βλέπουμε ή ακούμε για αίσχη και ρεμούλες σε ένα δημόσιο νοσοκομείο, ας ψάχνουμε να βρίσκουμε και ποια ιδιωτική κλινική χτίζεται ή ποια ιδιωτικοποίηση είναι στα σκαριά…
Επειδή όμως ακόμη δεν έχει εφευρεθεί τρόπος-και δεν πρόκειται- να παράγονται και να πωλούνται υπηρεσίες χωρίς εργαζόμενους, πρέπει και αυτοί οι τελευταίοι να μετασχηματιστούν. Από εργαζόμενους που υπηρετούν συλλογικούς σκοπούς, με στοιχειώδη αντίληψη κοινωνικού λειτουργού, σε εργαζόμενους που παράγουν προϊόν προς πώληση, για λογαριασμό ενός αφεντικού και φυσικά υποταγμένων στο τελευταίο. Όταν κατακλυζόμαστε από ειδήσεις για φακελάκια γιατρών δημοσίου ή άλλα τέτοια, δεν είναι γιατί οι Πρετεντέρηδες θέλουν να στιγματίσουν την διαφθορά. Αυτές οι τάσεις του προσωπικού πλουτισμού ή και απλής επιβίωσης θα είναι πάντα παρούσες στο πλαίσιο ενός δημόσιου τομέα υπηρέτη του κεφαλαίου και μιας κοινωνίας που καλλιεργεί τη λογική της κοινωνικής αδιαφορίας και του προσωπικού οφέλους. Δε θέλουν να στιγματίσουν το γιατρό που κάνει αυτή την πράξη, αλλά αντίθετα να κάνει να φαίνονται γελοίοι και μη πιστευτοί, ο γιατρός και η νοσοκόμα που δεν ενδίδουν σε αυτά. Να απαξιώνεται ως ψεύτικη, υποκριτική και μη πραγματική οποιαδήποτε αντίληψη εργασίας ως ενσυνείδητη κοινωνική προσφορά. Άρα, να προκύπτει ως μοιραία η πλήρης κατάργηση κάθε -έστω και τυπικής – δυνατότητας να υπάρξει ως τέτοια και να φαίνεται αναπόδραστη η αντικατάσταση της από την τυπική εργασία παραγωγής και πώλησης εμπορεύματος για λογαριασμό ενός ιδιώτη. Είναι σα να αποκαλύπτει κανείς την κρυφή ερωτική ζωή της κυρα-Μαρίας, για να δικαιώσει τη λειτουργία και τη διαφάνεια του επίσημου πορνείου της γειτονιάς.
Ωστόσο, η μετατροπή μιας δημόσιας λειτουργία, σε εμπορεύσιμη υπηρεσία, δεν είναι αρκετή, για να λειτουργήσει αποδοτικά με επιχειρηματικά κριτήρια. Την ίδια στιγμή, σε ένα σύγχρονο καπιταλισμό που σέβεται το όνομα του, υπάρχει η σκληρή πραγματικότητα του ανταγωνισμού. Πρέπει να αναζητηθούν οι λεγόμενες οικονομίες κλίμακας, που προϋποθέτουν μείωση κόστους παραγωγής, μαζική παραγωγή και φυσικά τυποποίηση. Αυτά φαίνονται περίπου φυσιολογικά σε μια περίπτωση υλικών προϊόντων μαζικής παραγωγής, όπως για παράδειγμα αυτοκίνητα ή λάμπες φωτισμού. Όταν όμως ο λόγος γίνεται για υπηρεσίες και ειδικά όταν αυτές βασίζονται, τουλάχιστον σε ένα βαθμό, σε προσωπικές υπηρεσίες, είτε μιλάμε για γιατρό, είτε για τηλεφωνήτρια, τα πράγματα αλλάζουν αρκετά και είναι αρκετά πιο σύνθετα. Εννοείται πως κανένας επιχειρηματίας δεν μπορεί να δεχθεί ότι το ποσοστό κέρδους του, δεν θα είναι – αν όχι το μεγαλύτερο δυνατό στην αγορά- τουλάχιστον στο επίπεδο του μέσου ποσοστού κέρδους, στους παραγωγικούς τομείς που είναι πάντα σημείο αναφοράς. Διαφορετικά, δεν θα έβαζε τα λεφτά του σε μια ιδιωτικοποίηση δημόσιας εταιρείας που παρέχει υπηρεσίες.
Ποια μπορεί να είναι η απάντηση αε αυτό το πρόβλημα; Μοιάζει με την απάντηση, που θεωρείται και κλειδί επιτυχίας για την ΙΚΕΑ: Τα έπιπλα σχεδιάζονται με τέτοιο τρόπο, έτσι ώστε να μπορούν να μεταφερθούν και να συναρμολογηθούν από τους πελάτες. Δεν αποτελεί αποκλειστική καινοτομία. Ας κοιτάξουμε γύρω μας. Τα μηχανήματα αυτόματης ανάληψης αντικαθιστούν τραπεζικούς υπάλληλους και παιδεύουν γιαγιάδες και ανθρώπους με προβλήματα όρασης. Αυτόματοι τηλεφωνητές αεροπορικών εταιρειών ή εταιρειών τηλεφωνίας, δείχνουν την πόρτα της απόλυσης σε υπαλλήλους και ο κόσμος παιδεύεται με τα πλήκτρα και τις επιλογές. Υπολογιστές και e-mails αντικαθιστούν ταχυδρομικές υπηρεσίες, κάτι που ενθουσιάζει τους νέους ανθρώπους, αλλά καταδικάζει κοινότητες χωρίς καμία επικοινωνία. Αυτόματα μηχανήματα αντικαθιστούν τους ταμίες στα σουπερμάρκετ, ή γιατρούς και νοσηλευτές στα νοσοκομεία. Check out και check in σε ξενοδοχεία ή αεροδρόμια χωρίς μεσολάβηση υπαλλήλων. Μαθήματα με υπολογιστές, αλλά χωρίς δασκάλους, που μετατρέπουν τη μόρφωση από κοινωνική λειτουργία σε μηχανική ένθεση πραγμάτων στον εγκέφαλο. Τι το κοινό έχουν όλα αυτά; Εκτός από την αντικατάσταση ανθρώπινης εργασίας με μηχανήματα, διαπιστώνουμε και κάτι άλλο πολύ σπουδαίο: Ό,τι δεν μπορεί να το κάνει η μηχανή, θα το κάνει ο πελάτης.
Αυτή όμως η διαδικασία, πραγματικά, αλλάζει ριζικά την ίδια την φύση των υπηρεσιών και οι δημόσιες υπηρεσίες για τις οποίες συζητούμε εδώ, δεν αποτελούν εξαίρεση. Η συμβουλευτική, δια ζώσης, υποστήριξη από ένα οικογενειακό γιατρό του δημόσιου συστήματος υγείας, για να επιστρέψουμε στο κύριο παράδειγμα μας, συνοδευόμενη από μια σύντομη εξέταση και συζήτηση, μετατρέπεται αρχικά σε μια υποστήριξη από κάποιο μη σταθερό γιατρό μιας μεταβαλλόμενης ομάδας, αργότερα σε μια απλή συμβουλή νοσοκόμας ή βοηθού-νοσοκόμας και τελικά περιορίζεται σε τηλεφωνική υποστήριξη σε ένα ιατρικό τηλεφωνικό κέντρο, όπου απαντά μια φωνή από κομπιούτερ στη βάση πρωτοκόλλου κατά το καινοτόμο πρότυπο των ροζ γραμμών.
Τα παραπάνω μας βοηθούν να καταλάβουμε ότι δεν έχουμε μόνο μια μετάβαση σε κοινωνικές υπηρεσίες που ελέγχονται επιχειρησιακά και οικονομικά από κάποιο ιδιώτη επιχειρηματία και όχι από το κράτος. Είναι αλήθεια πως πολύς κόσμος αυτό είχε πιστέψει και τσίμπησε, έχοντας τη λογική ‘’εδώ που φτάσαμε, ας δουλέψει σωστά, ας με εξυπηρετήσει και ας βάλει και αυτός στην τσέπη του ένα κέρδος’’. Η ζωή δείχνει, ειδικά σε χώρες που ξεκίνησαν πρώτες αυτό το χώρο, όπως η Μεγάλη Βρετανία, πως έχουμε μια μετατροπή κοινωνικών –από τη φύση τους- υπηρεσιών σε εξατομικευμένη υπόθεση με ακρωτηριασμένο χαρακτήρα. Σε όλους τους ιδιωτικοποιημένους τομείς, διαμορφώνονται διαφορετικά επίπεδα ποιότητας και πρόσβασης, που κοστολογούνται και χρεώνονται με ανάλογο τρόπο. Έτσι, έχεις υποτίθεται την δυνατότητα να διαλέξεις, αν θέλεις μια ‘’full service’’ υπηρεσία, μόνο εφόσον την πληρώσεις αδρά. Αυτό επιτυγχάνεται δια μέσου της εισαγωγής διαφορετικών πληρωμών για ‘’έξτρα’’ υπηρεσίες διαφόρων ειδών, που συμπληρώνουν τις ‘’βασικές’’ παροχές οι οποίες είναι απολύτως υποβαθμισμένες ή/και ανύπαρκτες. Έτσι, μπορείς να πληρώσεις χωριστά για να έχεις καλό φαγητό, κρεβάτι ή τακτική επίσκεψη γιατρού ή νοσοκόμας σε ένα νοσοκομείο, σχολικά βιβλία και πρόσβαση σε βιβλιοθήκες σε ένα σχολείο, καλής ποιότητας τηλεοπτικά προγράμματα σε μια σύνδεση. Δηλαδή, πράγματα που αρχικά ήταν ή έπρεπε να ήταν αναπόσπαστα μέρη μιας συνολικής ποιοτικής υπηρεσίας προσφερόμενη σε όλους.
Με αυτό τον τρόπο η κοινωνική υπηρεσία, δεν ιδιωτικοποιείται, αλλά καταργείται, μεταλλάσσεται σε μια αγοραπωλησία χωρίς κοινωνικό αποτέλεσμα. Ότι ξεκίνησε ως δημόσια λειτουργία και σχεδιάστηκε για να ικανοποιήσει ένα συλλογικά καθορισμένο κοινωνικό ή πολιτικό σκοπό, καταλήγει σε μια παραγωγή προϊόντων μαζικής κατανάλωσης που πωλούνται επικερδώς. Η έννοια του δημόσιου αγαθού διαφοροποιείται σε μια πανσπερμία ‘’πακέτων’’ που προσφέρονται σε διαφορετικού επιπέδου πελάτες ανάλογα με την τσέπη τους. Το παλαιό ‘’στο νοσοκομείο και στον πόνο, είμαστε όλοι ίσοι’’, πρέπει να ξεχαστεί. Οι συλλογικές ανάγκες και οι καθολικές αξίες που μια δημόσια κοινωνική λειτουργία πρέπει να υπηρετεί, περιθωριοποιούνται και τελικά καταργούνται. Ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός, αναζητεί, στοχεύει και κατασκευάζει έναν ολοκληρωτικά εξατομικευμένο πληθυσμό, χωρίς συλλογικές ανάγκες και καθολικές αξίες. Για να μη λέμε πολλά, ας το δούμε όπως το είχε θέσει ωμά η Θάτσερ : ‘’Δεν υπάρχει κοινωνία γενικά, μόνο άτομα και οι οικογένειες τους’’, που ξοδεύουν τα χρήματα τους στις αγορές.
Μπορούμε όμως αλήθεια να έχουμε δημοκρατία, αν δεν έχουμε ‘’κοινωνία’’; Χωρίς κοινή ζωή, δημόσιες κοινωνικές πολιτικές, πολιτισμό και αλληλεγγύη; Αν δεν τα χρειαζόμαστε αυτά, τότε η καλύτερη πολιτική μορφή είναι ένας φασισμός νέου τύπου και ας μη τρομάξουμε να έρθουμε αντιμέτωποι με αυτή την προοπτική.
Είμαστε σε εποχή μιας ιστορικών διαστάσεων μετάβασης. Είναι δυνατόν οι οικονομικές, κοινωνικές μορφές, με πρώτιστο το ζήτημα της ιδιοκτησίας, να μετασχηματιστούν στην κατεύθυνση της κοινής νομής, δημιουργίας και απόλαυσης, δηλαδή κομμουνιστικά, δίνοντας ανώτερη διάσταση στη δημοκρατίας; Ή μήπως οι πολιτικές, πολιτιστικές μορφές, προϊόντα καταχτήσεων προηγούμενων επαναστάσεων, θα προσαρμοστούν βίαια στην οικονομική, κοινωνική βαρβαρότητα του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, δηλαδή θα ζήσουμε ένα σύγχρονο φασισμό της ηλεκτρονικής εποχής;
Για το ένα ή το άλλο, δε θα αποφασίσουν τα άστρα ή η μοίρα. Αντίθετα, στο μεσοδιάστημα αυτής της ιστορικής διχάλας, υπάρχουμε εμείς, οι εργαζόμενοι, οι τάξεις, τα δρώντα υποκείμενα, οι κοινωνίες στην ταξική τους διαπάλη, που θέλουμε και αγωνιζόμαστε να καταστήσουμε δυνατό, εφικτό και αναγκαίο τον πρώτο δρόμο.