Το 21ο συνέδριο της ΓΣΕΕ πραγματοποιείται λίγες μέρες πριν τις εκλογές του Οκτώβρη του 1981, τις οποίες κερδίζει για πρώτη φορά το ΠΑΣΟΚ. Όπως και τα προηγούμενα, δεν είναι γνήσιο, δεν είναι αντιπροσωπευτικό, και στις εκλογές για την ανάδειξη οργάνων εκλέγεται (για μια ακόμα φορά) δεξιά διοίκηση (Καρακίτσος κλπ). Οι παρατάξεις της αντιπολίτευσης προσφεύγουν στα δικαστήρια καταγγέλοντας τη νοθεία. Τα δικαστήρια καταργούν την διοίκηση και διορίζουν νέα, μαζί και προεδρείο. Συνολικά 30 από τις 45 θέσεις της νέας διοίκησης δίνονται σε συνδικαλιστές της ΠΑΣΚΕ (ΠΑΣΟΚ), και τη θέση του προέδρου αναλαμβάνει ο Ορέστης Χατζηβασιλείου. Όταν η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ψηφίζει τον αντεργατικό νόμο 1365/83 (έμεινε στην ιστορία το απεργοκτόνο «άρθρο 4») που μεταξύ άλλων απαγορεύει και τις αυξήσεις μισθών σε συγκεκριμένους κλάδους εργαζομένων, ο Ορ. Χατζηβασιλείου παραιτείται.
Γιώργος Ραυτόπουλος, Πρόεδρος της ΓΣΕΕ (1983 – 1989).
Στο 22ο της ΓΣΕΕ, που για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες γίνεται με συνθήκες μεγάλης (όχι όμως πλήρους) αντιπροσωπευτικότητας, εκλέγεται πρόεδρος ο Γ. Ραυτόπουλος. Είναι μια περίοδος που η αντεργατική πολιτική της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ αρχίζει να διαψεύδει τις προσδοκίες των εργαζομένων, που συσπειρώνονται γύρω από τις δυνάμεις που προωθούν αγώνες σε ταξική κατεύθυνση. Τον Οκτώβρη του 1985 και ενώ ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ (ο οποίος έχει ήδη δηλώσει στήριξη στην αντεργατική πολιτική της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ) αρνείται πεισματικά να συγκαλέσει τα όργανα, για να τοποθετηθεί και η συνομοσπονδία, μια ομάδα συνδικαλιστών της ΠΑΣΚΕ ανεξαρτητοποιείται και ανατρέπεται έτσι η κυβερνητική πλειοψηφία. Η νέα πλειοψηφία που δημιουργείται καθαιρεί τον Ραυτόπουλο και εκλέγει νέα διοίκηση.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, που δεν μπορεί να διανοηθεί ότι δεν θα ελέγχει τη διοίκηση της ΓΣΕΕ, παρεμβαίνει πραξικοπηματικά και με απόφαση του δικαστή Θέμελη καταργεί το δημοκρατικά εκλεγμένο προεδρείο και διορίζει πάλι τον Ραυτόπουλο. Ξεσπάει σάλος στους εργάτες, γίνονται συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, ο υπουργός δικαιοσύνης δηλώνει πως ο Θέμελης «ορθώς έπραξε» και μένουν στην ιστορία οι δηλώσεις του υπουργού εργασίας Γιανόπουλου, πως «δεν μπορεί το ΚΚΕ, με 10% στη Βουλή, να έχει την πλειοψηφία στα συνδικάτα και εμείς (δηλαδή το ΠΑΣΟΚ) να παίρνουμε στις εκλογές 48%» («επιχείρημα» που αναπαρήγαγαν και τα συνδικαλιστικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ για να δικαιολογήσουν το πραξικόπημα στη ΓΣΕΕ, και τον διορισμό Ραυτόπουλου, που δεν διέφεραν σε τίποτα από τις πρακτικές των εποχών της δεξιάς).
Ας δούμε όμως και κάποια στοιχεία από το βιογραφικό του κ. Ραυτόπουλου, από την επίσημη ιστοσελίδα του. Ιδρυτικό μέλος του ΠΑΣΟΚ, μέλος και αναπληρωτής Γραμματέας της Επιτροπής Συνδικαλιστικού, μέλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ 1977 – 2004. Διετέλεσε Βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1992-1994). Διετέλεσε Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας Ιονίων Νήσων (1995-1996). Του ΠΑΣΟΚ και επί ΠΑΣΟΚ φυσικά, να μην ξεχνιόμαστε, όσο κι αν ο ίδιος ο κ. Ραυτόπουλος επιχειρεί να κοροϊδέψει σήμερα τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ και την ελληνική κοινωνία ολόκληρη. Είναι τυχαίο που στο βιογραφικό του, δεν αναφέρεται πουθενά η λέξη ΠΑΣΟΚ; Όχι. Όπως ίσως να μην είναι τυχαίο και το γεγονός πως από την επίσημη ιστοσελίδα της ΓΣΕΕ, στην καρτέλα με τα συνέδρια της Ομοσπονδίας, ενώ υπάρχει ιστορική αναφορά (έστω ανακριβής σε κάποιες περιπτώσεις) σε όλα τα συνέδρια από την ίδρυσή της, στα συνέδρια της εποχής των διορισμών του Ραυτόπουλου στην προεδρία της ΓΣΕΕ (22ο και 23ο), οι σελίδες είναι λευκές!
Και ενώ η ιστορία από χρόνια είχε πετάξει τον κ. Ραυτόπουλο στα αζήτητα, ο ίδιος έκανε την εμφάνισή του, πού λέτε; Στην Πανελλαδική συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ, επιχειρώντας να αναλάβει πόστο στην «νέα εποχή» που ανατέλλει κάτω από τον ήλιο του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Τα «γιούχα» και τα «έξω» ακούστηκαν πολύ μακριά από το στάδιο που γινόταν η συνδιάσκεψη, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του κ. Ραυτόπουλου αλλά και όταν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ (λέγε με Αλέξη) προσπάθησε να τον τοποθετήσει αριστίνδην!!! (η λέξη αυτή χρησιμοποιείται σύμφωνα με το λεξικό Μπαμπινιώτη: «για όσους επιλέγονται λόγω της αξίας τους σε συγκεκριμένο αξίωμα, με ελεύθερη επιλογή της ηγεσίας», χωρίς δηλαδή να ψηφιστεί από τα όργανα του κόμματος!!!) στη Συντονιστική Επιτροπή (το κορυφαίο όργανο του κόμματος). Δεν τα κατάφερε ο Αλέξης, αλλά κάποιον τρόπο θα βρει στο μέλλον. Η τεράστια πείρα του κ. Ραυτόπουλου είναι πολύτιμη και η «αξία» του αναμφισβήτητη. Θα του χρειαστούν.
Λάμπρος Κανελλόπουλος, Πρόεδρος της ΓΣΕΕ (1989 -1993).
Εντάχθηκε στο ΠΑ.ΣO.Κ. από την ίδρυση του και είναι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής από το 1984. Βουλευτής ΠΑΣΟΚ 1993-1996-2000. Διετέλεσε υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων από 22.1.96 έως 25.9.96. Γραμματέας της ΠΑΣΚΕ από το 1986. Μέλος της Επιτροπής επεξεργασίας του κυβερνητικού προγράμματος του ΠΑΣOΚ (1993). Γραμματέας του Τομέα Συνδικαλιστικού του ΠΑΣOΚ (από τις αρχές του 1994). Μέλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου της ΚΕ του ΠΑΣOΚ από το 1984. Από το 2001 Πρόεδρος της Ελληνικής Εθνικής Επιτροπής UNICEF. Αν κάποιος αναρωτηθεί για το τελευταίο, δηλαδή τι σχέση μπορεί να έχει ένας πρώην πρόεδρος της ΓΣΕΕ με το αντικείμενο αυτό, η απάντηση είναι κοινή με αυτή του ερωτήματος «πως γίνεται και σε θέσεις, όπως γενικών γραμματέων υπουργείων, προέδρων οργανισμών κλπ. διορίζονται πάντα όσοι δεν ξαναβγήκαν βουλευτές». Κανένας δεν μένει χωρίς δουλειά.
Από το πλούσιο βιογραφικό του: Ενταγμένος ιδεολογικά και κομματικά στο ΠΑΣΟΚ από το 1976. Εκλέγεται μέλος της Κεντρικής Επιτροπής από το 1990 έως το 2005. Επί σειρά ετών ήταν Γραμματέας της ΠΑΣΚΕ. Διετέλεσε μέλος του Εκτελεστικού Γραφείου του ΠΑΣΟΚ. Επί σειρά ετών ήταν αναπληρωτής Γραμματέας του Τομέα Συνδικαλιστικού του ΠΑΣΟΚ. Από το 2005 έως σήμερα είναι μέλος του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ.
Τον Ιούνιο του 2006 ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Γιώργος Παπανδρέου τον όρισε Συντονιστή του Τομέα Ανάπτυξης της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, ενώ από τον Δεκέμβρη του 2006 έως τον Ιούλιο του 2007 ήταν Υπεύθυνος του Τομέα Υγείας και Πρόνοιας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ. Τον Οκτώβρη του 2009 επανεκλέγεται Βουλευτής ΠΑΣΟΚ στη Β’ Περιφέρεια Αθηνών, ορίζεται Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ. Ο πρώην συνδικαλιστής κ. Πρωτόπαπας… υπηρετώντας τον ελληνικό λαό στο κοινοβούλιο, όχι απλά υπερψήφισε τα μνημόνια και κάθε αντεργατικό-αντιλαϊκό νομοσχέδιο που τον εξαθλιώνουν, αλλά υπερασπίζεται και με φανατισμό τις επιλογές του. Ανήκει στους πρωτεργάτες αυτής της πολιτικής.
Χρήστος Πολυζωγόπουλος, Πρόεδρος της ΓΣΕΕ (1996 – 2006)
Από το βιογραφικό του: Μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ από τη μεταπολίτευση (2ο Συνέδριο) αδιάλειπτα ως σήμερα. Μέλος του Εθνικού Συμβουλίου και στη συνέχεια μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου (Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ Μάρτη 2005) του ΠΑΣΟΚ. Διετέλεσε: Γραμματέας της ΠΑΣΚΕ. Αναπληρωτής Γραμματέας του Τομέα Συνδικαλιστικού του ΠΑΣΟΚ. Υπεύθυνος του Τομέα Πολιτικών Κινητοποιήσεων του ΠΑΣΟΚ, υπεύθυνος για τα Μαζικά Κινήματα Μέλος της 9μελούς Επιτροπής Εκλογικού Αγώνα του ΠΑΣΟΚ και υπεύθυνος για τις Δημοτικές και Νομαρχιακές Εκλογές (νομός Αττικής). Συντονιστής Κεντρικής Οργανωτικής Επιτροπής Συνεδρίου 2008 (ΚΟΕΣ) του ΠΑΣΟΚ.
Γιάννης Παναγόπουλος, Πρόεδρος της ΓΣΕΕ (2006 – )
Ακολουθεί απόσπασμα από το βιογραφικό του κ. Παναγόπουλου: Πρόεδρος της ΠΑΣΚΕ, και µέλος του Εθνικού Συµβουλίου του ΠΑΣΟΚ.
Ας μιλήσουμε λοιπόν για «χρώματα» και κόμματα. Μήπως ήταν αχρωμάτιστοι και ακομμάτιστοι οι προαναφερόμενοι συνδικαλιστές; Μήπως οι παρατάξεις που τους ανέδειξαν; Διαβάζοντας τα βιογραφικά όλων αυτών των κυρίων (δεν αναφερόμαστε στον Ορέστη Χατζηβασιλείου) βλέπουμε πως προέρχονται όλοι από έναν πολιτικό φορέα (ΠΑΣΟΚ) που διαχειρίστηκε για σχεδόν τρεις δεκαετίες την εξουσία που του έδωσε ο λαός, υπηρετώντας πολιτικές αντίθετες στα συμφέροντα των εργαζομένων και του λαού. Οι πρωθυπουργοί άλλαζαν, οι κυβερνήσεις ανασχηματίζονταν, όμως η προσηλωμένη στα συμφέροντα της πλουτοκρατίας πολιτική παρέμενε σταθερή. Σε μια διαδρομή που πέρασε από διάφορα στάδια (αριστερή δημαγωγία, παρασιτισμός, «αυριανισμός», «εκσυγχρονισμός», «ισχυρή Ελλάδα», «λεφτά υπάρχουν» κλπ.) μέχρι την Ελλάδα του σήμερα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα. Οι ίδιοι συνδικαλιστές άλλωστε μετά τη θητεία τους στη ΓΣΕΕ, εξαργύρωναν την προσφορά τους με υπουργικούς θώκους ή άλλες θέσεις που χάραζαν ή υλοποιούσαν τις αντεργατικές και αντιλαϊκές πολιτικές. Και όλοι τους φυσικά (εκτός Ραυτόπουλου που τελευταία έγινε θαμώνας της Κουμουνδούρου) μέχρι σήμερα παραμένουν πιστοί στο κόμμα που τους ανέθρεψε.
Πρέπει ένας εργάτης, ένας συνδικαλιστής ή ένας πολίτης γενικότερα να σταθεί μακριά από χρώματα και κόμματα; Και γιατί ο κ. Παναγόπουλος αναπαράγει μέσα από την ανακοίνωση της ΓΣΕΕ το παραμύθι του «ανεξάρτητου» και του «ακομμάτιστου», που πλασάρει έντεχνα η άρχουσα τάξη και τα επιτελεία της προπαγάνδας της; Η απάντηση είναι ΟΧΙ και την ξέρουν καλά και αυτοί και εμείς. Γιατί τα προβλήματα του εργάτη δεν δημιουργούνται από παρθενογένεση, αλλά από πολιτικές, και οι πολιτικές όπως είναι γνωστό υποστηρίζουν συμφέροντα. Και επειδή η κοινωνία που ζούμε, η οποία είναι και λέγεται καπιταλιστική -όσο και αν κάποιοι «δαγκώνονται» μόλις ακούν αυτοί τη λέξη- χωρίζεται σε τάξεις, τα συμφέροντα της τάξης των εργατών (που παράγουν ό,τι κινείται και δεν κινείται γύρω μας χωρίς να κερδίζουν αυτό που δικαιούνται), αναπόφευκτα θα έρθουν σε σύγκρουση με τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης, της τάξης των βιομηχάνων, των εφοπλιστών, των τραπεζιτών, δηλαδή αυτών που συσσωρεύουν τον πλούτο.
Όσο κοντή μνήμη κι αν έχει ο λαός, η ιστορία καταγράφει την πορεία όλων των κομμάτων και των προσώπων που τα υπηρετούν και κρατάει το κατάστιχό της ανοιχτό στον καθένα. Το κόμμα του κυρίου Παναγόπουλου, του κυρίου Πολυζωγόπουλου, του κυρίου Πρωτόπαπα, του κυρίου Κανελλόπουλου και του κυρίου Ραυτόπουλου, το ΠΑΣΟΚ, υπηρέτησε πιστά τα συμφέροντα της πλουτοκρατίας, κρυμένο πίσω από τη μάσκα της αριστεράς παλιά και της κεντροαριστεράς αργότερα, μέχρι που την πέταξε και έδειξε το πραγματικό, αποκρουστικό του «πρόσωπο».
Δεν είναι τυχαίο που η προπαγάνδα υπέρ του «ανεξάρτητου» συνδικαλισμού εκπορεύεται από τα επιτελεία της άρχουσας τάξης. Θέλουν να κρατήσουν τον εργάτη αμέτοχο σε όσα του συμβαίνουν, να μην αντιδρά, υποταγμένο. Και αν αντιδράσει να το κάνει με τρόπο ανώδυνο για αυτούς και τα συμφέροντά τους. Έτσι θα εκτονωθεί γρήγορα και θα μπορούν μετά πάλι να τον ελέγχουν. Και αυτοί οι συνδικαλιστές και οι παρατάξεις τους που ευαγγελίζονται το «όλοι μαζί ενωμένοι αλλά μακριά από κόμματα», από το 1981 μέχρι σήμερα, υπηρετώντας το κόμμα τους και τα συμφέροντα που αυτό υπηρετεί, έκαναν τα πάντα για να ευνουχίσουν το συνδικαλιστικό κίνημα, να αποπροσανατολίσουν τους αγώνες των εργαζομένων, να συκοφαντήσουν και να χτυπήσουν τις ταξικές δυνάμεις, καταφέρνοντας σε μεγάλο βαθμό να απαξιώσουν τον θεσμό του συνδικαλισμού και να κλείσουν τον κόσμο της δουλειάς στο σπίτι.
Γι’ αυτό οι εργάτες σήμερα, όλοι οι εργαζόμενοι, οι υπάλληλοι, πρέπει να γυρίσουν την πλάτη σε αυτούς, το κόμμα τους και όλα τα κόμματα που τους κοροϊδεύουν. Διαθέτουν την πείρα να δουν το συμφέρον τους και να κρίνουν ποιες δυνάμεις το υποστηρίζουν. Κανένας δεν μπορεί και δεν πρέπει να μείνει μόνος του. Απέναντι στη λαίλαπα της καπιταλιστικής επίθεσης, η πιο δυνατή απάντηση θα δοθεί με την οργάνωση των πολλών, με την πάλη της εργατικής τάξης που θα συνειδητοποιήσει τη δύναμή της και θα αναλάβει τις ευθύνες της. Και όταν μιλήσει, η φωνή της θα ακουστεί σαν βροντή.