Η Μανωλάδα, η Ιερισσός και η ”παραγωγική ανασυγκρότηση’’

“…Η εξαχρείωση και εκ-βαρβαρισμός των εργασιακών σχέσεων, δεν αφορά μόνο τους μετανάστες, ούτε μόνο την αγροτική παραγωγή, αλλά προοδευτικά αγκαλιάζει ολόκληρη την παραγωγική σφαίρα και το σύνολο της εργατικής τάξης. Αυτό που συντελείται στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες, μέσω της ολοκληρωτικής αντιδραστικής αναδόμησης ενός συστήματος σε κρίση και σε σήψη, είναι η επιστροφή στις εργασιακές συνθήκες του 1900 του Μπερτολούτσι.Του Παναγιώτη Μαυροειδή

 
Λένε ότι αυτά που γίνονται στην Μανωλάδα, είναι πρωτοφανή και ανήκουστα. Καθόλου δεν είναι έτσι. Να τι μας λέει ο Τζον Στάινμπεκ στα ” Τα σταφύλια της οργής “, γραμμένο το 1939:
“….Έφεραν σκλάβους μόλο που δεν τους αποκαλούσαν σκλάβους: Κινέζους, Γιαπωνέζους, Μεξικανούς, Φιλιππινέζους. Αυτοί ζουν με ρύζι και φασόλια, έλεγαν οι επιχειρηματίες. Δεν έχουν ανάγκες .. Να κοίτα τους πως ζουν. Κοίτα τί τρώνε. Κι αν τύχει και κάνουν το ζόρικο: πίσω στην πατρίδα τους …Τους δουλοπάροικους που έφεραν από το εξωτερικό τους έδερναν, τους τρομοκρατούσαν, τους πέθαιναν της πείνας, τόσο, που, άλλοι ξαναγύριζαν στον τόπο τους και άλλοι εξαγριώθηκαν απ΄ την απόγνωση και ή τους σκότωσαν ή τους εξόρισαν. Και ολοένα τα κτήματα μεγάλωναν σε έκταση ..”
Πόσο απελπιστικά όμοιες οι καταστάσεις!
Δεν προσφέρουν και πολλά οι εύκολοι και ηθικοί αποτροπιασμοί. Καμιά φορά μπορεί και να κρύψουν πράγματα. Αυτό που συντελείται στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες, μέσω της ολοκληρωτικής αντιδραστικής αναδόμησης ενός συστήματος σε κρίση και σε σήψη, είναι ακριβώς η επιστροφή στις εργασιακές συνθήκες του 1900 που περιγράφει και η αντίστοιχη αριστουργηματική ιταλική ταινία του Μπερτολούτσι.
Θα πει κάποιος: ”κάνετε την τρίχα τριχιά. Μια τραβηγμένη περίπτωση ήταν αυτή, που έδωσε την ευκαιρία στην κάθε είδους αριστερούς να εκφράσουν το αντικαπιταλιστικό τους μένος ή τα φιλο-μεταναστευτικά τους αισθήματα”. Κάπως έτσι πάνε να τη σκαπουλάρουν. Ακόμη και ο ΣΕΒ και η Χρυσή Αυγή έβγαλαν ανακοίνωση καταγγελίας των ακροτήτων.
Σκέτη πρόκληση!
Η εξαχρείωση και εκ-βαρβαρισμός των εργασιακών σχέσεων, δεν αφορά μόνο τους μετανάστες, ούτε μόνο την αγροτική παραγωγή. Προοδευτικά αγκαλιάζει ολόκληρη την παραγωγική σφαίρα και το σύνολο της εργατικής τάξης. Δεν παρατηρείται μόνο στην Κίνα, όπου εργαζόμενοι (και παιδιά) χωρίς δικαιώματα δουλεύουν για τις πολυεθνικές της ΕΕ και των ΗΠΑ, αλλά μέσα και στην ΕΕ και τις ΗΠΑ.
Χωρίς συλλογική σύμβαση, χωρίς δικαίωμα απεργίας και χωρίς συνδικάτο, αυτό είναι το γενικό μοντέλο. Εργοδοτικός δεσποτισμός, με κατάργηση κάθε έννοιας εργατικού δικαιώματος. Γιατί νομίζετε ότι τα μνημονικά παπαγαλάκια και τα γιουσουφάκια των ΜΜΕ ξελαρυγγιάζονται από το πρωί μέχρι το βράδυ για την δήθεν φοβερή εξουσία των συνδικάτων να “κατεβάζουν τους διακόπτες”, να παραλύουν με τις απεργίες και να αυξάνουν τα ελλείμματα με τους παχυλούς μισθούς; Κατασκευή ανύπαρκτων τεράτων, που δημιουργούν την απαραίτητη συσκότιση για να έλθουν τα πραγματικά τέρατα του κοινωνικού κανιβαλισμού.
Αυτή η υπεραντιδραστική στροφή του σύγχρονου καπιταλισμού αγκαλιάζει τα πάντα. Τα παιδιά που γεννιούνται σήμερα στη Μεγάλη Βρετανία, θα πάρουν σύνταξη στα 70, οι γονείς τους στα 66 και οι παππούδες τους έχουν συνταξιοδοτηθεί στα 63. Αυτό και μόνο αρκεί για να δείξει το αρνητικό βέλος της εξέλιξης και “ανάπτυξης”, ακριβώς των πιο ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών.
Μέσα σε αυτό ακριβώς το περιβάλλον, πρέπει να εξετάσουμε την πρόταση του Σαμαρά, της τρόικας εσωτερικού και αυτής του εξωτερικού και γενικά των συστημικών δυνάμεων, για τη“διέξοδο από την κρίση” και την κοινωνική καταστροφή.
Τι λένε πρακτικά; “Κοιτάξτε κύριοι. Το ποιος είναι το αφεντικό το γνωρίζετε, ας μην μυξοκλαίγεστε. Μόνος δρόμος για να υπάρξουν δουλειές, είναι να φτηνύνει απελπιστικά η εργατική δύναμη, να δοθεί απόλυτη φορολογική ασυλία και ελευθερία κινήσεων στον επενδυτή, ώστε να βάλει τα λεφτά του και να πάρετε ένα μικρό μισθό”.
Με λίγα λόγια και σε ελεύθερη μετάφραση, πρέπει να γίνει αποδεκτό, με την πειθώ, την αφέλεια, αλλά κυρίως με την οικονομική και πολιτική βία, ότι μόνη διέξοδος είναι τούτη: Ο καπιταλισμός να γίνει “καπιταλιστικότερος”, δηλαδή ακόμη πιο εκμεταλλευτικός και αφάνταστα πιο αντιδραστικός.
Υπάρχει και άλλη εκδοχή του “ρεαλισμού του αρνητικού συσχετισμού”: “Το καλύτερο που μπορούμε να περιμένουμε είναι η επιστροφή σε ένα καπιταλισμό, “λιγότερο καπιταλιστικό”. Με μια ανάπτυξη προσανατολισμένη στην απασχόληση, πιο φιλο-περιβαλλοντική, με μεγαλύτερη διανομή του παραγόμενου προϊόντος. Στο κάτω-κάτω, αυτός ο καπιταλισμός, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον, υπήρξε στο παρελθόν”. Λες και μπορείς να μπεις στο ίδιο ακριβώς ποτάμι, με τον ίδιο τρόπο…
Αυτές οι διέξοδοι ωστόσο, αποτελούν πραγματικές απαντήσεις, παρά το γεγονός ότι είναι αντιδραστικές ή ανεφάρμοστες ή και τα δύο μαζί. Το παράλογο, το άδικο και το λαθεμένο, δεν παύουν ποτέ να είναι μέρος της πραγματικότητας, που θέλουμε να αλλάξουμε.
Πρέπει λοιπόν να καταδεχτούμε να καταπιαστούμε με αυτή ακριβώς την πραγματικότητα, να δεχτούμε τη νομιμότητα του ερωτήματος “και εσείς δηλαδή τι προτείνετε να γίνει;”, να ψηλαφίσουμε τις δικές μας απαντήσεις. Τι σημαίνει αντικαπιταλιστικός δρόμος και στόχος, πρακτικά σήμερα; Μόνο θετικό μπορεί να είναι το γεγονός ότι ακόμη και ένας απολίτικος ή και συντηρητικός εργαζόμενος απευθύνεται και στην αντικαπιταλιστική αριστερά και είναι διατεθειμένος τουλάχιστον να ακούσει τις απαντήσεις της.
Επιβάλλεται να δηλώσουμε παρόντες σε αυτή τη συζήτηση. Σαν να είχαμε τη δυνατότητα εμείς, να καθορίσουμε την πορεία των πραγμάτων… Σαν να μπορούσαμε να αλλάξουμε τον κόσμο αύριο κιόλας όπως θα θέλαμε… Πρέπει να περιγράψουμε και την Ιθάκη και τη διαδρομή. Να κατασκευάσουμε τους φάρους και να εκτιμήσουμε τις υφάλους. Να υποθέσουμε τους ούριους και τους ενάντιους ανέμους. Αν δε τολμήσει κάποιος να φανταστεί κάτι, είναι βέβαιο ότι δε θα το πραγματοποιήσει ποτέ.
Περισσεύει η συζήτηση για την “ανάκαμψη” που έρχεται ή την “παραγωγική ανασυγκρότηση” σε διάφορες παραλλαγές, όπου από τις αστικές και διαχειριστικές δυνάμεις, νοείται εκτός του πεδίου των παραγωγικών σχέσεων. Πρέπει φυσικά, πάντα κατά την κυρίαρχη άποψη, να σαρωθούν “τοπικιστικές αρνήσεις”, “αναρχο-χαρούμενες” ή “αριστερο-οικολογίζουσες” απόψεις. Να κατασταλούν βίαια οι αντιστάσεις όπως στην Ιερισσό ή παλιότερα στην Κερατέα.
Αυτό το διάστημα, στο Μαρκόπουλο Αττικής γίνεται λόγος για 3-4 εργοστάσια καύσης βιομάζας. Εύλογο είναι οι κάτοικοι της περιοχής να αγωνιούν για τις βλαπτικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και στην υγεία τους. Πριν δει κανείς όμως αν μια επένδυση έχει αποδεκτές ή όχι επιπτώσεις (που καμιά φορά είναι και αναπόφευκτο, έναντι ωφελειών), υπάρχει το ερώτημα της σκοπιμότητας, της ωφελιμότητας μιας επένδυσης ή παραγωγικής δραστηριότητας. Τι χρειάζονται άραγε εργοστάσια παραγωγής ενέργειας, στην Αττική των εκατομμυρίων στοιβαγμένων ψυχών, χωρίς αύξηση αλλά πτώση της ενεργειακής ζήτησης και χωρίς πρώτη ύλη σε αυτή την ίδια περιοχή; Μην το ζαλίσουμε ιδιαίτερα: Η επένδυση αυτή, αν γινόταν, θα εξασφάλιζε μια παχυλή επιδότηση, στους επενδυτές, ως μια μορφή ΑΠΕ και τίποτα απολύτως περισσότερο. Δεν είναι μοναδική περίπτωση. Για το 2013, μόνο στην Κρήτη, θα δοθούν περίπου 1,7 δις επιχορηγήσεις σε άχρηστες ανάλογες ενεργειακές επενδύσεις, ένα ποσό που θα μπορούσε να καλύψει τις αποδοχές 115.00 περίπου ανθρώπων.
Πρέπει θαρρετά να προβληθεί η ανάγκη να καταργηθεί το παράλογο όσο και ταξικό κριτήριο του ατομικού ή επιχειρηματικού καπιταλιστικού κέρδους και να αντικατασταθεί με το κριτήριο του δημόσιου κοινωνικού οφέλους. Θα ήταν βέβαια ένα καλό ανέκδοτο πως μια ιδιωτική επιχείρηση θα έβαζε τα λεφτά της όχι για να βγάλει κέρδος, αλλά για να ωφεληθεί ολόκληρη η κοινωνία. Είναι πιο λογικό να σκεφτούμε ότι αυτό το κριτήριο προϋποθέτει αποφασιστικό ρόλο στη δημόσια κοινωνική ιδιοκτησία. Δεν πρόκειται για μια πρόταση χωρίς “μετρήματα” και “λογαριασμούς”, όπως λένε οι επικριτές μας. Αντίθετα, απαιτεί την επιστράτευση της επιστήμης, της τεχνολογίας, αλλά σε μια προσπάθεια να δώσουν άλλες απαντήσεις, ακριβώς επειδή θα έχουν αλλάξει τα ερωτήματα.
Η έννοια ωστόσο του “δημόσιου κοινωνικού οφέλους”, θέλει διευκρινήσεις και κάποια διαπραγμάτευση ειδικότερων πλευρών που τη συνθέτουν. Ένας δημόσιος βιολογικός καθαρισμός ή κέντρο ανακύκλωσης έχει να προσφέρει πολλά σε μια πόλη και στο γενικό δημόσιο καλό. Αλλά είναι δυνατό να μη λάβει κανείς υπόψη ότι οι αναπόφευκτες περιβαλλοντικές συνέπειες έστω και μικρές, δε θα μοιραστούν εξίσου, αλλά θα φορτωθούν στην τοπική κοινωνία που θα φιλοξενήσει τις δραστηριότητες; Ο σχετικός διάλογος δεν είναι λοιπόν ζήτημα “διαχείρισης κινδύνων”, αλλά ουσιαστική υποχρέωση, σε αυτή την περίπτωση και μάλιστα για όλα τα ζητήματα: τη σκοπιμότητα του έργου, την εφαρμογή των καλύτερων δυνατών τεχνολογιών προστασίας, την δυναμικότητα και άλλα.
Στο όνομα του “δημόσιου κοινωνικού οφέλους”, ακόμη και αν αυτό υπάρχει πραγματικά και όχι στις διακηρύξεις, δεν μπορεί να γίνεται οποιοδήποτε έργο, αδιαφορώντας για το ευρύτερο σπίτι που φιλοξενεί την ανθρώπινη δραστηριότητα, δηλαδή το περιβάλλον. Αυτό δεν μπορεί να είναι έγνοια μόνο κάποιων ομάδων αποκλειστικής οικολογικής ενασχόλησης, αλλά του εργατικού κινήματος, της αριστεράς, ολάκερης της κοινωνίας, που δεν αντιλαμβάνεται την ανθρώπινη πρόοδο ως αέναη κατάκτηση της φύσης. Πολύ περισσότερο όταν η καταστροφή του περιβάλλοντος από κάποια βιομηχανική δραστηριότητα, προκαλεί και άμεσα προβλήματα σε άλλους τομείς απασχόλησης, όπως στη γεωργία ή τον τουρισμό, όπως στην περίπτωση της Ιερισσού.
Θα πει κανείς, όλα αυτά λαμβάνονται υπόψη κάθε φορά μέσω των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Πράγματι γίνεται σε ένα βαθμό, αλλά, καθόλου περίεργο, στο 99% των περιπτώσεων ή πρόγνωση των βλαπτικών επιπτώσεων, είναι προβληματική σε ότι αφορά αφενός της εξέλιξή τους στο χρόνο και αφετέρου στο συνδυασμό και τις συνέργειες με άλλες βιομηχανικές δράσεις. Υποχρέωση να προσφερθεί δουλειά, αξιοπρεπής ζωή σε ένα καθαρό περιβάλλον, δεν υπάρχει μόνο σε ότι αφορά το παρόν, αλλά και σε σχέση με τις μελλοντικές γενιές. Δε δικαιούται λοιπόν καμία κοινωνία, να παίρνει αποφάσεις με τη χοντρική λογική “έλα μωρέ, αυτό έχει μια μικρή ζημιά, που θα φανεί σε 5 χρόνια”, ξεχνώντας ότι αυτό αφορά ακριβώς τα παιδιά της.
Ποιος όμως μπορεί να είναι ο σκοπός μιας οποιαδήποτε παραγωγικής δραστηριότητας εμπορεύσιμων προϊόντων; Δεν είναι απλό αυτό το ερώτημα. Μια πρόσφατη μελέτη του ΣΕΒ για την “αναγέννηση της ελληνικής οικονομίας” μετά τα μνημόνια, μιλά για διαμόρφωση ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων, ώστε να καταχτηθεί ένας εξαγωγικός προσανατολισμός. Το συμφέρον των εργαζομένων και της κοινωνικής πλειονότητας, δεν είναι να μπει σε αυτό παιχνίδι, από το οποίο μόνο χαμένη θα βγει. Αφενός λόγω διαρκούς υποτίμησης της εργατικής δύναμης για την δήθεν επίτευξη ανταγωνιστικότητας. Αφετέρου λόγω και του κινδύνου ακόμη και να λιμοκτονήσει διώχνοντας τον πλούτο που παράγει και γεμίζοντας τις τσέπες των ελληνικών και διεθνών μονοπωλίων. Αντίθετα,ανοιχτά πρέπει να πούμε ότι βασική παραγωγική στόχευση είναι η κάλυψη των εσωτερικών αναγκών, των εργαζομένων σε αυτή τη χώρα. Εξάγεται μόνο ότι και όταν περισσεύει, ώστε να χρησιμεύσει σε δημιουργία εσόδων που θα καλύψουν ελλείψεις σε άλλους τομείς. Ας σκεφτούμε ότι το επόμενο πιθανολογούμενο θύμα της ΕΕ θα είναι η Σλοβενία στην οποία οι εξαγωγές αποτελούν το 80% του ΑΕΠ της. Για να μη θυμηθούμε την Κίνα όπου παράγονται τα πάντα, κατακλύζουν τις παγκόσμιες αγορές και οι εργαζόμενοι και ο λαός της γεύονται ελάχιστα.
Πρέπει να έχουμε –και έχουμε- συναίσθηση τι λέμε με τα παραπάνω. Καλούμε πχ μια επιχείρηση συσκευασίας και εμπορίας ελαιόλαδου να μην διαθέσει την παραγωγή στο εξωτερικό όπου θα μπορούσε να βγάλει περισσότερο κέρδος, αξιοποιώντας μάλιστα μια έξοδο από το ευρώ που θα την έκανε πιο ανταγωνιστική, αλλά να πουλήσει στην Ελλάδα για να καλυφθούν ανάγκες. Η αλήθεια είναι ότι αυτό απαιτεί άμεσο ή έμμεσο καταναγκασμό, δηλαδή σύγκρουση συμφερόντων ανάμεσα στο ευρύ κοινωνικό συμφέρον και στην επιχειρηματική επιδίωξη. Με άλλα λόγια αυτός ο προσανατολισμός είναι ασύμβατος με την καπιταλιστική λογική και μη επιτρεπτός στα όρια του. Είναι όμως προς το συμφέρον του κόσμου της εργασίας.
Μέχρι τώρα είναι σα να περπατάμε γύρω-γύρω στον περίβολο της παραγωγικής μονάδας και να αδιαφορούμε για το γίνεται μέσα. Πως δουλεύουν αυτοί που δουλεύουν; Με ποιες εργασιακές σχέσεις, με τι μισθούς, με ποιες κοινωνικές καλύψεις; Σαν τους εργάτες στην παραγωγή φράουλας στην Μανωλάδα; Οι εργαζόμενοι είναι δούλοι της παραγωγής ή διεκδικούν δημοκρατία και έλεγχο στην παραγωγή; Αν η αριστερά αφαιρέσει αυτή την κρίσιμη διάσταση στη ματιά της και αντίθετα χρίσει τον εαυτό της στη θέση του προστάτη της οικονομίας γενικά, έχασε το παιχνίδι ως απελευθερωτική δύναμη. Ας φανταστούμε λοιπόν ότι βάζουμε φυλακή τους σημερινούς Αλ Καπόνε που σκαγιάζουν τους μετανάστες από το Μπαγκλαντές λες και είναι τσίχλες (πουλιά που είναι αντικείμενο συστηματικού κυνηγιού) και στη θέση τους έχουμε ένα ιδιωτικό ή και δημόσιο αγροτικό συνεταιρισμό αγροτών που πασχίζουν να επιζήσουν. Η αριστερά οργανώνει συνδικάτο και απαιτεί αυξήσεις μισθών για τους εργαζόμενους ή “ρεαλιστικά σκεπτόμενη”, σκέπτεται να προτάξει την “αύξηση της παραγωγής με χαμηλό κόστος”, ώστε να έχει εξαγωγικό πλεονέκτημα ή για να μαζέψει κρατικά έσοδα; Στο πεδίο αυτό, δε θα κριθεί απλά η “επιρροή” της αριστεράς, αλλά το πραγματικό της κύρος, ως μια πρωτοπόρα δύναμη, που προτάσσει τα συμφέροντα των παραγωγών του κοινωνικού πλούτου, στοχεύει στην κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, διεκδικεί τον εργατικό έλεγχο και την δημοκρατία στην εργασία, αλλά και την εργατική εξουσία τελικά, τόσο στην παραγωγή όσο και στην κοινωνία.
Υπάρχει μια ακόμη κρίσιμη διάσταση: Τι παράγεται, ποια είναι η διάρθρωση της παραγωγής στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα. Δεν πρόκειται για τεχνοκρατικό ζήτημα. Οι διάφορες θυγατρικές της ΙΝΤΑΚΟΜ, συνέβαλαν στην απασχόληση και στην αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ, οργανώνοντας στο εσωτερικό αλλά και σε πολλές χώρες του εξωτερικού, το ΛΟΤΤΟ και άλλα τυχερά παιχνίδια. Μια “δική μας” κυβέρνηση θα εθνικοποιούσε την ΙΝΤΡΑΚΟΜ απλά; Ή θα ενέτασσε το επιστημονικό δυναμικό της σε μια ανασυγκρότηση της βιομηχανίας ηλεκτρονικών σε χρήσιμους τομείς για την κοινωνία; Θα αναζητούσε νέες παραγγελίες όπλων για τις αμυντικές βιομηχανίες ή θα τις ανασχεδίαζε ώστε να καλύψουν τα μεγάλα ελλείμματα του τομέα μηχανοκατασκευών και οχημάτων στην Ελλάδα; Οι αλλαγές αυτές, κατανοούμε πως δεν είναι αθώες ούτε ταξικές ουδέτερες. Απαιτούν ξήλωμα ολιγαρχών του πλούτου και κοινωνική και πολιτική επιστράτευση των εργατών, των τεχνιτών, των επιστημόνων, σε μια προοπτική εντελώς διαφορετική. Η διάτρθρωση της παραγωγής έχει κρίσιμη σημασία από κάθε άποψη για την προοπτική επιβίωσης μακτροπρόθεσμα για το λαό μιας χώρας. Και εδω τα συμφέροντα των τάξεων δεν είναι καθόλου ταυτόσημα, έχουν διαφορετικές αφετηρίες και στοχεύσεις. Όταν μέσα στο πλάισιο της ΕΕ και ευρύτερα της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης ο Θεοχαράκης έκλεινε την παραγωγική μονάδα στον Βόλο, η καταστροφή αυτής της βιομηχανίας, καθόλου δε σήμαινε και καταστροφή του βιομήχανου, ο οπόιος έγινε ένας καλός έμπορος με καλύτερο ποσοστό κέρδους. Πολλοί πρών “παραγωγοί” έγιναν έμποροεισαγωγείς ή τραπεζίτες ή επενδυτές στα ΜΜΕ ή στις κατασκευές ή σταυροφόροι εςπενδύσεων στη Βαλκανική. Η διαμόρφωση όμως μιας δομής με υπερδιογκωμένες τις υπηρεσίες ως κύριο πεδίο καπιταλιστικής δραστηριότητας και με καταβύθιση του αγροτικού και βιομηχανικού τομέα (από 49% του ΑΕΠ ΤΟ 1976 στο 23% ΤΟ 2009),όχι μόνο αφαίρεσε δουλειές, αλλά άφησε την ελληνική οικονμομία όλο και πιο έκθετη στις διακυμάνσεις της παγκόσμιας αγοράς και κρίσης.
Μπορούν και πώς να γίνουν όλα αυτά; Πρέπει να σκύψουμε στο ερώτημα και την αγωνία που περιέχει.
Η πρώτη πλευρά στην απάντησή μας είναι πως πρέπει να γίνουν αυτά, αλλιώς απασχόληση και εισόδημα στην Ελλάδα, μέσα στο καπιταλιστικό πλαίσιο και την ΕΕ, δε θα έρθουν ποτέ.
Η δεύτερη πλευρά είναι πως, τεκμηριωμένα, υπάρχουν όλες σχεδόν οι υλικές, παραγωγικές, τεχνολογικές προϋποθέσεις, μαζί και η τεχνογνωσία και η πείρα των εργατών, των τεχνιτών, των μηχανικών, των γεωπόνων και όλων των επιστημόνων. Να τελειώνουμε με τους αναγεννημένους μύθους της “ψωροκώσταινας” και ότι δήθεν “δεν παράγουμε τίποτα, εισάγουμε τα πάντα”. Παράγονται ή έχουν παραχθεί σχεδόν όλα στην Ελλάδα και μπορούν να παραχθούν ακόμη καλύτερα και για καλύτερο σκοπό.
Η τρίτη και πλέον κρίσιμη πλευρά είναι ότι το κύριο εμπόδιο είναι ακριβώς το ταξικό και πολιτικό εμπόδιο. Η κυριαρχία του ιδιωτικού κεφαλαίου στην οικονομία, η επιβολή της μέσω και του κράτους και του πολιτικού συστήματος που το υπηρετεί, με την αποφασιστική και κρίσιμη στήριξη από την ΕΕ. Αργά ή γρήγορα, αλλά αδυσώπητα, το δίλλημα θα τεθεί ακόμη πιο έντονα. Είτε ανατροπή τους, είτε εξανδραποδισμός του κόσμου της εργασίας. Οι μισοί σε καθεστώς Μανωλάδας και οι άλλοι μισοί σε μια κατάσταση όπου κανείς δε θα θέλει ούτε και να τους …εκμεταλλευτεί εργασιακά, παρά μόνο πολιτικά ως ενεργούμενα ενός εμφύλιου πολέμου μεταξύ εργαζομένων, όπως πάνε να στήσουν στην Ιερισσό. Η ανασυγκρότηση της οικονομίας για να είναι φιλολαϊκή, θα κριθεί ακριβώς στο πεδίο της αλλαγής των παραγωγικών σχέσεων, δηλαδή στην αντικαπιταλιστική ανατροπή, όχι μόνο της αντιδραστικής επίθεσης, αλλά και της αστικής εξουσίας τελικά, μαζί με τα ιμπεριαλιστικά της στηρίγματα.
Η προβολή ενός αντικαπιταλιστικού προγράμματος και ειδικότερα μιας άλλης φιλοσοφίας και θεμελιωδών πλευρών μιας αντικαπιταλιστικής και σοσιαλιστικής αναγέννησης της οικονομίας και της κοινωνίας, πάντα σε συνδυασμό με νέους λαϊκούς θεσμούς εργατικής δημοκρατίας, οι αγώνες γύρω από αυτά, δε στοχεύουν μόνο στην απόσπαση άμεσων καταχτήσεων ή στην αναχαίτιση της επίθεσης. Είναι και το γόνιμο πεδίο για την κατάδειξη της ανάγκης για την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού και τη διαμόρφωση του υποκειμένου ανατροπής.
Φυσικά στην πραγματική ζωή, θα έρθουμε αντιμέτωποι με την πολυτυπία πολύ πιο σύνθετων καταστάσεων, γεμάτων με αντιθέσεις και αντιφάσεις και καθόλου όμορφα τακτοποιημένων όπως θα θέλαμε.
Οι εργάτες της ΒΙΟΜΕ επιχειρούν να πουλήσουν κόλλες πλακιδίων σε εποχή που δεν υπάρχει οικοδομική δραστηριότητα, όχι γιατί θέλουν απαραίτητα να δικαιώσουν ένα αυτοδιαχειριστικό πείραμα, αλλά γιατί χρειάζονται τους μισθούς που τους έχει κλέψει εργοδότης.
Οι κάτοικοι πολλών περιοχών αρνούνται όχι μόνο τα “χρυσοφόρα” τερατουργήματα, αλλά και κάθε επένδυση, καθώς είναι βάσιμα πεισμένοι, πώς αυτό το κράτος και οι εργολάβοι του τους έχουν γραμμένους κανονικά και αν πουν ένα ΝΑΙ, μετά το πουλάκι πέταξε.
Αλλά και στο πεδίο των πολιτικών αντιλήψεων θα διασταυρωθούμε με αναγεννημένες αδιέξοδες μεταρρυθμιστικές ή αδιέξοδες αντιλήψεις. Γενημμένες από την αποτυχία του καπιταλισμού αλλά και διστακτικές στο να προσεγγίσουν μια εργατική επαναστατική στρατηγική.
Ορισμένες, επιχειρούν να συμβιβάσουν ένα καλύτερο παραγωγικό και καταναλωτικό πρότυπο με τον καπιταλισμό.
Άλλες, φιλοδοξούν να αρνηθούν τον καπιταλισμό μόνο τοπικά, διαμορφώνοντας τις σχετικές από-εμπορευματοποιημένες νησίδες.
Κάποιες ακόμη, χαρακτηρίζονται από την επιδίωξη για ριζοσπαστική υπέρβαση του καπιταλισμού, μέσα όμως από μια διαδικασία διαδοχικών ρήξεων και βημάτων, με ένα συνδυασμό σχετικά μακράς “δυαδικής εξουσίας” και “δυαδικής οικονομίας”. Κάτι σαν λίγο-λίγο σήμερα, μισό-μισό αύριο, πάντα με αγώνα, που ωστόσο καθόλου δεν αντέχει στην πραγματικότητα της μονοπωλιακής και ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού.
Με όλα αυτές τις αναζητήσεις θα πρέπει η αντικαπιταλιστική κομμουνιστική αριστερά να συνδεθεί γόνιμα, να συζητήσει, να δράσει από κοινού, να δοκιμάσει, να αντιπαρατεθεί δημιουργικά.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *