«Θυμάμαι, όταν ήμουν στη Σιέρα Λεόνε, λίγες φορές ξυπνούσα μόνη μου, χωρίς να με έχει τρομάξει η φωνή μιας γυναίκας που είχε πεθάνει το παιδί της ή οι φωνές της γειτονιάς, επειδή είχαν σκοτώσει κάποιον» διηγείται η Λορέτα Μακόλεϊ, πρόεδρος της Ένωσης Αφρικανών Γυναικών. Τα 31 χρόνια που βρίσκεται στην Ελλάδα δεν έχουν σβήσει τις άσχημες μνήμες που την οδήγησαν να φύγει από τη χώρα της και να αναζητήσει μια καλύτερη τύχη στο εξωτερικό. «Έφυγα από την πατρίδα μου, γιατί είχαμε δικτατορία. Είχαμε φτάσει να μην βρίσκουμε βασικά αγαθά και η ιατρική περίθαλψη ήταν ανύπαρκτη. Αν μια γυναίκα ήταν έγκυος, την κοίταζαν με μισό μάτι, γιατί ήξεραν ότι έχει μόνο 50% πιθανότητες να επιβιώσει» προσθέτει.
Η ίδια άφησε την πόλη όπου γεννήθηκε, τη Φρίταουν, μόλις τελείωσε το λύκειο. «Έφυγα μόνη μου, με τη βοήθεια Ελλήνων φίλων που τότε εργάζονταν στη Σιέρα Λεόνε. Όταν έφτασα στην Αθήνα για να δουλέψω, το 1982, ο κόσμος με κοιτούσε με περιέργεια. Περνούσα απ’ το δρόμο και έβγαιναν στα μπαλκόνια φωνάζοντας “Μαριγώ, έλα να δεις μια μαύρη”. Άλλες φορές αναρωτιόντουσαν “τι ‘ν’ τούτο;” αφού δεν καταλάβαιναν πώς μπορεί να έχω διαφορετικό χρώμα δέρματος». «Επειδή όμως ο άλλος με λέει μαύρη στο δρόμο είναι ρατσιστής; Είναι απλώς αμόρφωτος – δεν λέω ότι δεν έχει πάει σχολείο, αλλά ότι είναι απαίδευτος κοινωνικά».
Ωστόσο, από τη δεκαετία του ’80 έχουν αλλάξει πολλά, σημειώνει η Λορέτα, καθώς «τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί η ρατσιστική συμπεριφορά, λόγω της κρίσης».
«Δεν λέω ότι όλοι οι Έλληνες είναι ρατσιστές ή ότι όλοι οι Έλληνες κατηγορούν τους μετανάστες» υπογραμμίζει. «Όμως κι εγώ έχω υποστεί επίθεση – όχι σωματική, αλλά λεκτική, τότε που βγήκε η κυβέρνηση και είπε ότι “οι λαθρομετανάστες έχουν αρρώστιες”. Τότε, όταν μπαίναμε στο λεωφορείο, ο κόσμος έφευγε, φοβόταν να μην τους κολλήσουμε. Mας έβριζαν στο δρόμο, ότι εμείς φταίμε για όλες τις ασθένειες».
Για τη Λορέτα, «όλα ξεκινούν από το κράτος». «Πολλοί έχουν υποστεί ρατσιστική βία», σημειώνει, «αλλά φοβούνται να το καταγγείλουν, επειδή δεν έχουν χαρτιά. Έτσι όμως δεν έχουμε ακριβή εικόνα του τι συμβαίνει, ούτε μπορούμε να κάνουμε τίποτα: τους λέμε να προχωρήσουν σε καταγγελία κι εκείνοι απομακρύνονται. Εάν όμως είσαι προστατευμένος από το κράτος, δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς. Αν υποστείς βίαιη συμπεριφορά, θα πας στην αστυνομία, γιατί έχεις νόμιμα χαρτιά». Τους τελευταίους μήνες μάλιστα, όπως παρατηρεί η Λορέτα, αυτό το πρόβλημα εντείνεται, γιατί πολλοί μετανάστες εκπίπτουν της νομιμότητας. «Όσο περνά ο καιρός, όλο και περισσότεροι δεν βρίσκουν δουλειά. Έτσι, δεν κολλούν ένσημα και δεν μπορούν να ανανεώσουν τις άδειες παραμονής τους. Κατά συνέπεια, μένουν στην παρανομία και γίνονται πιο εύκολα θύματα σε ρατσιστικές επιθέσεις», τονίζει.
Η ίδια εργάζεται ως οικιακή βοηθός, όντας ευάλωτη και σε έμφυλες μαζί με τις φυλετικές διακρίσεις: «Όταν είσαι αλλοδαπή μετανάστρια», εξηγεί, «δεν σου κολλάνε ένσημα και, όταν πας να βρεις δουλειά, σου το λένε καθαρά. Τώρα έχουν πρόβλημα, γιατί οι Ελληνίδες δεν μπορούν να βρουν δουλειά, εφόσον υπάρχουν άνθρωποι που δεν είναι νόμιμοι και πληρώνονται ό,τι θέλουν οι εργοδότες». Όμως, η αιτία, όπως υπογραμμίζει, δεν είναι ότι οι μετανάστες παίρνουν τις δουλειές – το σύστημα λειτουργεί έτσι. «Επειδή υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που είναι στην παρανομία κι είναι έτοιμοι να δουλέψουν χωρίς ένσημα, αυτό πληγώνει και τους Έλληνες εργαζόμενους και τους αλλοδαπούς εργαζόμενους. Εμένα, που είμαι πολλά χρόνια στη χώρα και μιλάω ελληνικά, μου είπαν “δεν σε παίρνουμε, γιατί εσύ είσαι σαν Ελληνίδα. Θα θέλεις ένσημα και τέτοια. Θέλουμε μία να μη μιλάει ελληνικά”».
«Επίσης, όταν μία γυναίκα πάει για να ψάξει για δουλειά, πολλές φορές υφίσταται σεξουαλική παρενόχληση. Επειδή υπάρχουν γυναίκες αφρικανικής καταγωγής που εκδίδονται, νομίζουν ότι όλες οι γυναίκες από την Αφρική εκδίδονται. Και, στις δουλειές, δεν το έχουν τίποτα να θεωρήσουν ότι είσαι ιερόδουλη. Ακόμη και στο δρόμο, έρχονται οι άντρες και σε ρωτάνε “πόσο θέλεις να πάμε στο ξενοδοχείο;” χωρίς να ξέρουν τίποτε άλλο για σένα. Μου έχει συμβεί και εμένα πολλές φορές».
Πίσω στην πατρίδα της, η Λορέτα έχει ένα παιδί, το οποίο δεν μπορεί να επισκέπτεται, για οικονομικούς λόγους. Το να το πάρει μαζί της, της φαίνεται πολύ δύσκολο. «Τόσα χρόνια πάλεψα να είμαι νόμιμη» εξηγεί. «Πώς να φέρω το παιδί μου εδώ και να ζει στην αβεβαιότητα;»