Η σύγχρονη εργατική τάξη και το κίνημά της (Ι)


Αναδημοσιεύουμε, στα πλαίσια του διαλόγου, κείμενο για το εργατικό κίνημα. Το ιστολόγιο απο εδώ και εμπρός θα δώσει το  βάρος της ύλης του στα ζητήματα του εργατικού κινήματος και της Μαρξιστικής θεωρίας καθώς και στην δημοσίευση κειμένων διαλόγου και κειμένων απο τη συντακτική επιτροπή. 

Η σύγχρονη εργατική τάξη και το κίνημά της

 

 

 

 

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

 

 

 

 

Και στις μέρες μας γίνεται πολλή συζήτηση για το τι είναι «εργατική τάξη», ποιο είναι το κίνημά της, ποια η ιστορική αποστολή της.

 

 

Τόσο αστικές όσο και οπορτουνιστικές (με ιδεολογικές αναφορές και ρίζες στο εργατικό κίνημα) θεωρίες αμφισβητούν την εργατική τάξη ως συνεχώς ανερχόμενη δύναμη, καθώς και τον ιστορικό της ρόλο στην κοινωνική πρόοδο. Ιδιαίτερα από δυνάμεις των αστικών κομμάτων που δρουν στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, αμφισβητείται η ιδεολογική και πολιτική πάλη μέσα σε αυτό. Αμφισβητείται ο πολιτικός χαρακτήρας του εργατικού κινήματος, δηλαδή η ανώτερη μορφή της ταξικής πάλης, για την κατάργηση της εκμετάλλευσης με την επαναστατική κατάκτηση της εξουσίας.

 

 

Το παρόν κείμενο αντιμετωπίζει τα πιο βασικά και επίκαιρα ζητήματα της ιδεολογικής – πολιτικής πάλης, με βάση τις Αποφάσεις του 18ου Συνεδρίου και άλλες επεξεργασίες του Κόμματος. Το υλικό που περιλαμβάνει το κείμενο της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ, μπορεί να λειτουργήσει αυτοτελώς ως διάλεξη – συζήτηση με εργατικά στελέχη, κομματικές ομάδες και ΚΟΒ, με σκοπό την ισχυροποίηση του ιδεολογικού μετώπου, την αντίκρουση των δυνάμεων που επιδιώκουν την υποταγή του εργατικού κινήματος στη γραμμή της συναίνεσης, την εργοδοτική και κυβερνητική χειραγώγησή του, τον ανώδυνο εγκλωβισμό του στα όρια του συστήματος.

 

 

Για την καλύτερη κατανόηση του θέματος δίνονται εισαγωγικά διευκρινίσεις ως προς τη χρησιμοποίηση της αντίστοιχης ορολογίας:

 

 

Για τον όρο «εργατική τάξη» ακολουθούμε το λενινιστικό προσδιορισμό. Διευκρινίζουμε ότι με αυτό το κριτήριο δεν εντάσσονται στην εργατική τάξη μια σειρά μισθωτοί σε κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους (π.χ. σώματα ασφαλείας, στρατός). Ζήτημα περαιτέρω μελέτης αφορά η ένταξη τμημάτων μισθωτών δημοσίων υπαλλήλων.

 

 

Με τον όρο «εργατικό κίνημα» προσδιορίζουμε όλες τις μορφές της πάλης της εργατικής τάξης, από την κατώτερη οικονομική έως την ανώτερη πολιτική.

 

 

Ως προς το πολιτικό εργατικό κίνημα παίρνουμε υπόψη μας πώς αυτό διαμορφώθηκε ιστορικά. Ετσι με τον όρο «επαναστατικό εργατικό κίνημα» εννοούμε το κομμουνιστικό κίνημα, διαχωρίζοντάς το από τα παλαιού τύπου εργατικά κόμματα (σοσιαλδημοκρατικά, σοσιαλιστικά) που μετατράπηκαν σε αστικά κόμματα ή τα κόμματα που προέκυψαν από την οπορτουνιστική μετάλλαξη και απόσχιση από κομμουνιστικά κόμματα.

 

 

Τόσο τα παλαιού τύπου εργατικά αστικά κόμματα όσο και τα σύγχρονα οπορτουνιστικά, στρατολογούν εργατικές δυνάμεις, παρεμβαίνουν οργανωμένα σε μαζικές οργανώσεις της εργατικής τάξης ή και με πρωτοβουλία τους συγκροτούν νέες. Μέσω της δράσης τους σε αυτές προσανατολίζουν τις μάζες στους πολιτικούς τους στόχους, δηλαδή λειτουργούν ιδεολογικά-πολιτικά μέσω του συνδικαλιστικού κινήματος για την ενσωμάτωση των εργατικών μαζών.

 

 

Η ιστορική εξέλιξη τόσο των κομμάτων όσο και των συνδικαλιστικών δομών, συνολικά του αστικού εποικοδομήματος, δείχνει ότι οι μαζικές εργατικές οργανώσεις (συνδικαλιστικές) δεν είναι πλέον καθαρόαιμες εργατικές οργανώσεις κατώτερου – οικονομικού – επιπέδου πάλης. Δηλαδή δεν πρόκειται πλέον για οργανώσεις που συνειδητοποιούν μόνο την ανάγκη πάλης για τους όρους πώλησης της εργατικής δύναμης στους κεφαλαιοκράτες, χωρίς να συνειδητοποιούν την ανάγκη πολιτικού αγώνα για ανατροπή των κεφαλαιοκρατών. Σήμερα είναι αντικειμενική η οξυμένη ιδεολογική-πολιτική διαπάλη και μέσα στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα.

 

 

Η ιδεολογική και πολιτική διαπάλη μέσα στις γραμμές του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, αντικειμενικά οξύνεται στη βάση της αντίθεσης κεφαλαίου – εργασίας, πολύ περισσότερο σε συνθήκες εκδήλωσης βαθύτερης οικονομικής κρίσης.

 

 

Η ενίσχυση της ενιαίας αντίληψης και δράσης των κομμουνιστών στο συνδικαλιστικό κίνημα απαιτεί αντίστοιχα και ιδεολογική και στρατηγική απάντηση στα αστικά και οπορτουνιστικά ιδεολογήματα, με στόχο την άνοδο της πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης, την ενίσχυση της αντοχής και της μαχητικότητάς της σε κάθε μέτωπο πάλης και με πολύμορφη δράση.

 

 

Α. ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

 

 

ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΗ ΤΑΞΗ

 

 

Στο «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» αναφέρεται: «Ολόκληρη η κοινωνία όλο και περισσότερο χωρίζεται σε δύο μεγάλα αντίπαλα στρατόπεδα, σε δύο μεγάλες τάξεις, που βρίσκονται άμεσα αντιμέτωπες η μια με την άλλη: στην αστική τάξη και το προλεταριάτο»1.

 

 

Η σύγχρονη εργατική τάξη είναι η βασική παραγωγική δύναμη της καπιταλιστικής κοινωνίας. Είναι το πιο χαρακτηριστικό προϊόν της συγκεντρωμένης καπιταλιστικής βιομηχανίας, του μονοπωλίου. Είναι εκείνη η τάξη που υφίσταται την καπιταλιστική εκμετάλλευση.

 

 

Το βασικό χαρακτηριστικό της εργατικής τάξης είναι ότι στερείται μέσων παραγωγής και είναι υποχρεωμένη να πουλάει την εργατική της δύναμη (την ικανότητα για εργασία) στην τάξη των ιδιοκτητών μέσων παραγωγής, την τάξη των κεφαλαιοκρατών.

 

 

Οι κεφαλαιοκράτες μισθώνουν την εργατική δύναμη για να θέσουν σε λειτουργία τα μέσα παραγωγής, τα οποία βρίσκονται στην κατοχή τους, με σκοπό το μέγιστο δυνατό κέρδος. Η «κατανάλωση» της εργατικής δύναμης της εργατικής τάξης είναι αυτή που παράγει τις νέες αξίες, ένα μέρος των οποίων δεν επιστρέφει στους άμεσους παραγωγούς με τη μορφή μισθού – ημερομισθίου – ασφάλισης – σύνταξης κλπ., αλλά, ως υπεραξία, μετατρέπεται σε κέρδος για τον καπιταλιστή. Ετσι η εργατική δύναμη είναι το μόνο εμπόρευμα που όταν καταναλώνεται παράγει αξία, μεγαλύτερη από αυτήν που έχει το ίδιο.

 

 

Στο επίκεντρο των επιστημονικών μελετών των θεμελιωτών του επιστημονικού κομμουνισμού μπήκαν οι σχέσεις ανάμεσα στο κεφάλαιο και τη μισθωτή εργασία, δηλαδή μεταξύ της αστικής τάξης και του προλεταριάτου. Αυτό δεν ήταν τυχαίο, γιατί η σχέση ανάμεσα στο κεφάλαιο και τη μισθωτή εργασία είναι «ο άξονας, που γύρω του στρέφεται ολόκληρο το σημερινό μας κοινωνικό σύστημα»2.

 

 

Ο Ενγκελς, σε υποσημείωσή του στην αγγλική έκδοση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου το 1888, έδωσε τον εξής σύντομο ορισμό των δύο βασικών τάξεων της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας:

 

 

«Με τη λέξη αστική τάξη εννοούμε την τάξη των σύγχρονων καπιταλιστών, που είναι κάτοχοι των κοινωνικών μέσων παραγωγής και που εκμεταλλεύονται τη μισθωτή εργασία. Με τη λέξη προλεταριάτο εννοούμε την τάξη των σύγχρονων μισθωτών εργατών που, επειδή δεν κατέχουν καθόλου δικά τους μέσα παραγωγής, είναι αναγκασμένοι να πουλούν την εργατική τους δύναμη για να μπορούν να ζήσουν»3.

 

 

Στην εργατική τάξη ανήκουν όλοι οι σύγχρονοι μισθωτοί εργάτες που πουλούν την εργατική τους δύναμη στους κεφαλαιοκράτες για να μπορούν να ζήσουν και «ζουν μονάχα τόσο, όσο βρίσκουν δουλειά και που βρίσκουν δουλειά όσο η δουλειά τους αυξάνει το κεφάλαιο»4.

 

 

Η σχέση κεφαλαιοκρατών – εργατών δεν περιορίζεται μόνο στη σχέση ανάμεσα στον ατομικό κεφαλαιοκράτη και τους εργάτες που αυτός εκμεταλλεύεται. Είναι σχέση ανάμεσα σε τάξεις. Οι κεφαλαιοκράτες ως σύνολο εκμεταλλεύονται ως σύνολο το απλήρωτο προϊόν της εργασίας της εργατικής τάξης που έχει κοινωνικό χαρακτήρα.

 

 

Η κεφαλαιοκρατική σχέση δεν περιορίζεται μόνο στη σφαίρα της παραγωγής εμπορευμάτων, αλλά επεκτείνεται και στη σφαίρα της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων (εμπόριο) και του χρηματικού κεφαλαίου (τράπεζες).

 

 

Ετσι, μαζί με το βιομήχανο, καπιταλιστές είναι και ο έμπορος και ο τραπεζίτης που ιδιοποιούνται με τη μορφή του εμπορικού κέρδους ή του τόκου αντίστοιχα τμήματα της υπεραξίας που παράχθηκε στη βιομηχανία. Επομένως στην εργατική τάξη εντάσσονται όχι μόνο οι βιομηχανικοί εργάτες, αλλά και οι εμποροϋπάλληλοι και οι τραπεζοϋπάλληλοι. Η εργασία τους συμβάλλει στην απόσπαση κέρδους από τους εμπόρους ή τραπεζίτες κεφαλαιοκράτες.

 

 

Επίσης, συγκριτικά με την εποχή που έζησαν οι Μαρξ και Ενγκελς, η κεφαλαιοκρατική σχέση έχει κυριαρχήσει και σε άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής (π.χ. Υγεία, Παιδεία, ψυχαγωγία κ.ά.). Ετσι, μαζί με τους κεφαλαιοκράτες, σ’ αυτούς τους τομείς αναπτύσσονται και τα αντίστοιχα τμήματα της εργατικής τάξης.

 

Για την πληρέστερη κατανόηση της μεθοδολογίας, με την οποία γίνεται από το μαρξισμό ο διαχωρισμός της αστικής κοινωνίας στο σύνολό της σε τάξεις, είναι απαραίτητο να αναφέρουμε τον κλασικό ορισμό που έδωσε ο Λένιν για τις τάξεις: «Τάξεις ονομάζονται μεγάλες ομάδες ανθρώπων που ξεχωρίζουν μεταξύ τους από τη θέση που κατέχουν μέσα σε ένα καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής παραγωγής, από τη σχέση τους (στο μεγαλύτερο μέρος κατοχυρωμένη και διατυπωμένη σε νόμους) προς τα μέσα παραγωγής, από το ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας και συνεπώς από τους τρόπους που ιδιοποιούνται τη μερίδα του κοινωνικού πλούτου που διαθέτουν και από το μέγεθος αυτής της μερίδας. Τάξεις είναι οι ομάδες εκείνες ανθρώπων, που η μια μπορεί να ιδιοποιείται τη δουλειά της άλλης χάρη στη διαφορά της θέσης που κατέχει μέσα σ’ ένα καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής οικονομίας»5.

 

 

Ανακεφαλαιώνοντας, η εργατική τάξη είναι ενιαία κοινωνική δύναμη, λόγω του ότι στερείται ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και είναι αναγκασμένη να πουλάει την εργατική της δύναμη, αποτελείται όμως από διάφορα τμήματα, όπως: βιομηχανικό προλεταριάτο, το προλεταριάτο του εμπορίου, ο εφεδρικός στρατός (άνεργοι), εργάτες γης κλπ.

 

ΜΕΣΑΙΑ ΣΤΡΩΜΑΤΑ

 

 

Η αστική κοινωνία φυσικά δεν αποτελείται μόνο από την αστική και την εργατική τάξη. Ανάμεσά τους υπάρχουν τα μεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού, που κύριο χαρακτηριστικό τους είναι ότι ενώ κατέχουν μέσα παραγωγής, αυτά δεν είναι αναπτυγμένα σε τέτοιο επίπεδο, ώστε το αποτέλεσμα της κάθε ξεχωριστής εργασίας να ενσωματώνεται στο παραγόμενο προϊόν. Δηλαδή δε χρησιμοποιούν ξένη μισθωτή εργασία ή τη χρησιμοποιούν σε πολύ περιορισμένη έκταση και κυρίως με συνεργατική μορφή. Ετσι κατέχουν ενδιάμεση θέση μεταξύ της αστικής και εργατικής τάξης. Στον καπιταλισμό κυριαρχεί η τάση απαλλοτρίωσης των άμεσων παραγωγών από τα μέσα παραγωγής που διαθέτουν. Κυριαρχεί η τάση επαναστατικοποίησης των μέσων παραγωγής, δηλαδή η αντικατάσταση των μέσων παραγωγής με νέα τεχνολογικά εκσυγχρονισμένα, τα οποία συγκεντρώνουν την παραγωγή και το εργατικό δυναμικό, κάνουν κοινωνική την παραγωγή.

 

 

Με άλλα λόγια κυριαρχεί η τάση καταστροφής του ανεξάρτητου παραγωγού. Συμπληρωματικό στοιχείο αυτής της διαδικασίας είναι και η τάση αναπαραγωγής των μεσαίων στρωμάτων σε νέους παραγωγικούς κλάδους ή η διατήρησή τους σε υπηρεσίες (ανταλλαγή εισοδήματος με εισόδημα), όπου ακόμα δεν έχει επεκταθεί η καπιταλιστική σχέση και οργάνωση, π.χ. διάφορες κατηγορίες αυτοαπασχολούμενων, όπως φυσιοθεραπευτές, αυτοαπασχολούμενοι σε υπηρεσίες internet κ.ά. Ανάλογα με τον αριθμό απασχόλησης ξένης μισθωτής εργασίας και το ύψος του εισοδήματός τους άλλα τμήματα των μεσαίων στρωμάτων βρίσκονται πιο κοντά στην εργατική τάξη και άλλα προσεγγίζουν την αστική τάξη. Τα στρώματα αυτά κοινωνικά ταλαντεύονται ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη.

 

ΟΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ

 

 

Η αστική απολογητική αλλά και ο οπορτουνισμός εδώ και δεκαετίες επιχειρούν να πείσουν τους εργαζόμενους, με διάφορες αφορμές και κυρίως με την εισαγωγή νέων επιστημονικών επιτευγμάτων και νέων τεχνολογιών στην παραγωγή, ότι συντελείται η μετάβαση σε μια «μετακαπιταλιστική κοινωνία».

 

 

Μια από τις θεωρίες είναι αυτή της «μεταβιομηχανικής κοινωνίας». Η θεωρία περί «μεταβιομηχανικής κοινωνίας» εμφανίζεται με πολλές παραλλαγές6 και έχει ως κύριο στοιχείο ότι χαρακτηρίζει την κοινωνία με κριτήριο το τεχνολογικό επίπεδο των μέσων παραγωγής κι όχι τις σχέσεις παραγωγής. Επίσης ταυτίζει λανθασμένα τη βιομηχανία με τον τομέα της «μεταποίησης». Θεωρεί ως εργατική τάξη μόνο εκείνο το τμήμα της που εργάζεται χειρωνακτικά ή που εργάζεται στη μεταποίηση, ενώ τα άλλα τμήματά της, όπως π.χ. μισθωτούς επιστήμονες που δεν κατέχουν διευθυντική θέση και πληρούν τα λενινιστικά κριτήρια ένταξης στην εργατική τάξη, τα εντάσσει στα μεσαία στρώματα.

 

 

Αξιοποιεί το αντικειμενικό γεγονός ότι με την καπιταλιστική εξέλιξη φθίνει το ποσοστό της εργατικής δύναμης στη μεταποίηση ως ποσοστό του συνολικού εργατικού δυναμικού, αλλά και του προϊόντος της μεταποίησης υπολογιζόμενο σε αξίες ως ποσοστό στο σύνολο του ΑΕΠ.

 

 

Η μαρξιστική άποψη θεωρεί ως βιομηχανικό κάθε κλάδο της κοινωνικής παραγωγής όπου παράγεται αξία και επομένως υπεραξία, π.χ. της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών, των μεταφορών, που η αστική στατιστική τούς κατατάσσει στις υπηρεσίες.

 

 

Ο Μαρξ, στο έργο του «Το Κεφάλαιο», αναφέρει ότι τα όρια της βιομηχανικής δραστηριότητας στον καπιταλισμό είναι σαφώς ευρύτερα από αυτά των παραδοσιακών κλάδων της «μεταποίησης» που περιλαμβάνει η αστική στατιστική.

 

 

Στο δεύτερο τόμο του «Κεφαλαίου» αναφέρεται ότι: «Υπάρχουν όμως αυτοτελείς κλάδοι της βιομηχανίας, όπου το προϊόν του προτσές παραγωγής δεν είναι ένα καινούργιο υλικό προϊόν, δεν είναι εμπόρευμα. Οικονομική σπουδαιότητα ανάμεσα σ’ αυτούς έχει μόνο η βιομηχανία μεταφορών εμπορευμάτων και ανθρώπων είτε πρόκειται απλώς για διαβίβαση πληροφοριών, επιστολών, τηλεγραφημάτων κλπ. […] Εκείνο που πουλάει η βιομηχανία μεταφορών είναι αυτή η ίδια η μετακίνηση […] Το ωφέλιμο αποτέλεσμα είναι καταναλώσιμο μόνο στη διάρκεια του προτσές παραγωγής, το αποτέλεσμα αυτό δεν υπάρχει σαν ένα αντικείμενο χρήσης διαφορετικό απ’ αυτό το προτσές […] Η ανταλλακτική όμως αξία αυτού του ωφέλιμου αποτελέσματος καθορίζεται όπως και η ανταλλακτική αξία των στοιχείων παραγωγής που έχουν καταναλωθεί σ’ αυτό (εργατική δύναμη και μέσα παραγωγής) συν την υπεραξία που έχει δημιουργηθεί από την υπερεργασία των εργατών που εργάζονται στη βιομηχανία μεταφορών […] Το βιομηχανικό κεφάλαιο είναι ο μοναδικός τρόπος ύπαρξης του κεφαλαίου, όπου λειτουργία του κεφαλαίου δεν είναι μόνο η ιδιοποίηση υπεραξίας ή υπερπροϊόντος αλλά ταυτόχρονα και η δημιουργία τους»7.

 

 

Οπως είναι φυσικό, οι κλάδοι της παραγωγικής δραστηριότητας που διαχωρίζονται με βάση την παραγωγή διαφορετικών αξιών χρήσης εξελίσσονται και μεταβάλλονται με το πέρασμα του χρόνου. Κλάδοι όπως η πληροφορική και οι τηλεπικοινωνίες γνωρίζουν ραγδαία ανάπτυξη τις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Ομως η βιομηχανική συγκέντρωση δεν ταυτίζεται με την πορεία συγκεκριμένων κλάδων που ανθίζουν ή φθίνουν.

 

 

Σήμερα μπορούμε να μιλάμε για βιομηχανία πληροφορικής, βιομηχανία τηλεπικοινωνιών. Ανεξάρτητα εάν η εν λόγω περίπτωση αφορά την παραγωγή νέων υλικών προϊόντων, τη διαβίβαση πληροφοριών ή τη μετακίνηση εμπορευμάτων, σε όλες τις περιπτώσεις υπάρχει κεφαλαιοκρατική σχέση, εκμετάλλευση μισθωτής εργασίας για παραγωγή αξίας και υπεραξίας. Επομένως σε αυτούς τους τομείς η μισθωτή εργατική δύναμη, δηλαδή η εργατική τάξη, είναι η βασική παραγωγική δύναμη. Επίσης θα πρέπει να συνυπολογίσουμε την επίδραση της καπιταλιστικοποίησης της αγροτικής παραγωγής στην αύξηση της εργατικής τάξης, τη διεύρυνσή της με εργάτες γης. Πρόκειται για ένα αναπτυσσόμενο τμήμα της εργατικής τάξης που στην Ελλάδα δεν καταγράφεται στατιστικά, γιατί περιλαμβάνει κυρίως «παράνομους» οικονομικούς μετανάστες.

 

 

Αλλη παραλλαγμένη της προηγούμενης θεωρίας είναι αυτή που αναφέρεται στο «τέλος» της εργατικής τάξης8. Εκτός από το παραπάνω επιχείρημα της συρρίκνωσης της εργατικής τάξης στη μεταποίηση, ως επιχείρημα χρησιμοποιεί την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου των μισθωτών, τη συγκυριακή αύξηση των εισοδημάτων τους με το μοίρασμα μετοχών (ιδιαίτερα κατά τη διαδικασία ιδιωτικοποίησης κρατικών επιχειρήσεων).

 

 

Χρησιμοποιώντας ενιαία τα λενινιστικά κριτήρια στην ανάλυση μιας σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας διαπιστώνεται η διεύρυνση της εργατικής τάξης σε απόλυτους αριθμούς και ως ποσοστό στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό. Το ίδιο διαπιστώνεται και η διεύρυνση των εσωτερικών διαφορών της, όπως «μπλε – άσπρα κολάρα», «ειδικευμένοι – ανειδίκευτοι», «υψηλόμισθοι – χαμηλόμισθοι», «εργαζόμενοι – άνεργοι» με συλλογικές συμβάσεις ή με ευέλικτες εργασιακές σχέσεις. Οι διαφορές αξιοποιούνται από την αστική τάξη με στόχο να διασπάται η ενότητα της εργατικής τάξης και να διευκολύνεται η ενσωμάτωσή της στο σύστημα.

 

 

Οι μισθωτοί εργαζόμενοι στην Ελλάδα το 2007 ξεπέρασαν τα 2,8 εκατομμύρια, αυξανόμενοι κατά 800 χιλιάδες την τελευταία δεκαετία. Οι μισθωτοί αποτελούν περίπου το 65% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του ανήκει στην εργατική τάξη. Η αύξηση του ποσοστού της μισθωτής εργασίας στο διάστημα 1981-2007 δείχνει ότι όχι μόνο δεν εξαφανίζεται η εργατική τάξη στη χώρα μας, αλλά αντίθετα διευρύνεται και αυξάνει ο βαθμός συγκέντρωσής της γιατί βαθαίνει ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας.

 

 

Ανακεφαλαιώνοντας, η εργατική τάξη αποτελεί την κύρια και ολοένα αναπτυσσόμενη παραγωγική δύναμη. Οι εργαζόμενοι που είναι υποχρεωμένοι να ζουν πουλώντας την εργατική τους δύναμη, που είναι στερημένοι από την κατοχή μέσων παραγωγής και ύπαρξης, που αμείβονται με τη μορφή μισθού ή ημερομισθίου, που έχουν εκτελεστικό ρόλο ανεξάρτητα από τον κλάδο που εργάζονται και το είδος της εργασίας, ανήκουν στην τάξη των μισθωτών εργατών.

 

 

ΔΙΑΦΟΡΑ ΤΜΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ

 

 

Δεν παραγνωρίζουμε τη διαστρωμάτωση μέσα και γύρω από την τάξη των μισθωτών εργαζομένων, τις δυσκολίες που δημιουργεί στη συνειδητοποίηση των εργατών και τα εμπόδια που υψώνει στην ενότητά τους, όπως βεβαίως και την επίδραση του μισο-προλεταριακού μικροαστικού περίγυρου.

 

 

Ηδη ο Λένιν τον Απρίλη του 1920 σημείωνε: «Ο καπιταλισμός δε θα ήταν καπιταλισμός αν το “καθαρό” προλεταριάτο δεν ήταν περιτριγυρισμένο από ένα σωρό εξαιρετικά πολύμορφους μεταβατικούς τύπους, από τον προλετάριο ως το μισοπρολετάριο (εκείνον που κατά το μισό βγάζει το ψωμί του πουλώντας την εργατική του δύναμη), από τους μισοπρολετάριους ως το μικροαγρότη, από το μικρό ως το μεσαίο αγρότη κτλ., αν μέσα στο ίδιο το προλεταριάτο δεν υπήρχαν διαιρέσεις σε περισσότερο και λιγότερο αναπτυγμένα στρώματα, διαιρέσεις τοπικές, επαγγελματικές, κάποτε θρησκευτικές κτλ.»9.

 

 

Με την επέκταση της μισθωτής εργασίας, τροποποιούνται και οι εσωτερικές διαφορές της. Π.χ. με την καπιταλιστική ανάπτυξη περιορίζεται – αν και διατηρείται – η ψαλίδα στους μισθούς μεταξύ ανδρικής και γυναικείας ίδιας ειδικευμένης εργασίας. Εμφανίζονται νέες διαιρέσεις στους κόλπους της εργατικής τάξης στις σύγχρονες συνθήκες, για παράδειγμα οι αποκλίσεις ως προς το κριτήριο του εισοδήματος ανάμεσα σ’ ένα ηλεκτρολόγο μισθωτό της ΔΕΗ ή του ΟΤΕ όταν ήταν κρατικές σε σχέση με τον αντίστοιχο μισθωτό σε μια ιδιωτική επιχείρηση. Η απόκλιση ως προς το κριτήριο του εκτελεστικού ρόλου ανάμεσα σε ένα μισθωτό προγραμματιστή – αναλυτή ή σ’ ένα μισθωτό επόπτη μηχανικό και σ’ έναν εργάτη χειριστή μιας αυτόματης μηχανής.

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *