ΑΠΌ ORMITHIELLA
Του Κώστα Βαξεβάνη
Η παροιμία είναι γνωστή. Και η πραγματικότητα το ίδιο. Πέφτει η δρυς και οι ξυλοκόποι χτυπάνε τα τσεκούρια στα πλευρά του δέντρου που κάποτε θαύμαζαν, όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά γιατί θεωρούσαν πως δεν θα ξυλευτεί ποτέ από αυτούς.
Στα πλευρά του κυρίου Λαυρεντιάδη, που μέρες τώρα νοιώθουν το σκληρό στρώμα της φυλακής, τα χτυπήματα είναι αδυσώπητα. Ό,τι μπορεί να πάρει ο καθένας. Ξύλα για το προσωπικό του τζάκι, προσανάμματα για το επόμενο αφεντικό του, έστω και δύο φύλλα να ταΐσει το ζώο μέσα του που μέχρι πριν λίγο καιρό ήταν ένα συμπαθές pet, ένα οικιακό, στην αυλή Λαυρεντιάδη.
Ο Λαυρέντης Λαυρεντιάδης ήταν ένα φαινόμενο. Ο ίδιος ίσως θέλει να πιστεύει πως ήταν το παιδί της Νίκαιας που κατάφερε να γίνει μεγιστάνας, ένα θαύμα επιτυχίας και θέλησης στο οποίο ρομαντικά αναμειγνύονται η αποφασιστικότητα του, το προσωπικό του πρόβλημα υγείας, και η χάρη του Θεού που φρόντισε πολλές φορές να αντιπροσωπευτεί δια του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου ακόμη και σε φωτογραφίσεις δίπλα του.
Η αλήθεια είναι πως ο Λαυρεντιάδης είναι απλώς ένα φαινόμενο της ελληνικής οικονομικοπολιτικής πραγματικότητας.Ένας Κοσκωτάς,που δεν έζησε την αντιπαλότητα των εκδοτικών συγκροτημάτων, καθώς ανατράφηκε ομαλά μαζί τους αντί να τους ενοχλεί. Ήταν ένας Κοσκωτάς ο οποίος πήρε μια Τράπεζα για να δανειοδοτεί τις επιχειρήσεις του από τα λεφτά των καταθετών. Αγόραζε επιχειρήσεις κελύφη, χωρίς επιχειρηματική υπόσταση, σε τιμές πολλαπλάσιες από τις πραγματικές.
Η διαφορά στις τιμές ήταν εύκολο να καταλάβει κάποιος πού πήγαιναν. Αυτό το θαύμα «επιχειρηματικότητας» που πήρε βραβεία ως ο καλύτερος επιχειρηματίας της χρονιάς, δεν ήταν τίποτα άλλο από την αντίληψη για την σύγχρονη «επιχειρηματικότητα». Κομπραδόρικη, αεριτζίδηκη, προσωπικά αποδοτική. Δεν την ενδιαφέρει καμιά πραγματική επιχειρηματικότητα. Ο Λαυρεντιάδηςε έριξε έξω ακόμη και το εργοστάσιο λιπασμάτων που αγόρασε. Είχε πάρει βεβαίως τα δάνεια.
Αρκετά πιο προσεκτικός απ” τον Κοσκωτά (είχε άλλωστε σύμβουλό του, πρώην σύμβουλο του Κοσκωτά), αφουγκράστηκε πλήρως τις ανάγκες του πολιτικού συστήματος και τη διασύνδεσή του με τον τραπεζικό αναπνευστήρα του. Δεν έκανε μια τράπεζα για να εξυπηρετηθεί μόνο ο ίδιος, αλλά το τραπεζικό σύστημα. Αγόρασε από την Πειραιώς τις μετοχές της Τράπεζάς του σε τριπλάσια τιμή και στη συνέχεια δανειοδότησε τρεις offshore εταιρείες χωρίς αντίκρισμα οι οποίες έκαναν αύξηση μετοχικού κεφαλαίου στην Πειραιώς. Δεν περιορίστηκε να πληρώσει μια ομάδα δημοσιογράφων χειροκροτητών, αλλά αγόρασε τον ίδιο τον Τύπο. Ο Λαυρεντιάδης εξαγόρασε τη σιωπή των media, αγοράζοντας το 10-20% σε πάνω από 20 έντυπα και εφημερίδες. Ξεκινώντας από τον Τράγκα και φτάνοντας έως τον Αλαφούζο και τον Μπόμπολα.
Φωτογραφήθηκε όσο κανείς με πολιτικούς και είχε το προνόμιο, λίγο πριν καταρρεύσει να εξυπηρετηθεί από τον Ευάγγελο Βενιζέλο, ο οποίος αφού έδωσε παράνομα στην Τράπεζα Λαυρεντιάδη 100 εκατομμύρια, έφτιαξε νόμο για να εξασφαλίσει το ακαταδίωκτο για τον εαυτό του.
Ακόμα και τις τελευταίες μέρες της αυτοκρατορίας Λαυρεντιάδη, τα ΜΜΕ,οι συνεταίροι του στάθηκαν προς τα έξω αμήχανοι, αλλά προς τον ίδιο ενεργητικοί. Δεν έγραφαν βέβαια για το σκάνδαλο, αλλά διαβεβαίωναν τον ίδιο πως θα εξασφαλίσουν την ασυλία του.
Και ξαφνικά η δρυς έπεσε. Παίρνει ο καθένας το κομματάκι του, αλλά κυρίως δημιουργεί το άλλοθί του. Οι μετοχές του Λαυρεντιάδη είναι ακόμη ζεστές στα χαρτοφυλάκια των εκδοτικών συγκροτημάτων, αλλά οι εκδότες ανακάλυψαν την «ψυχρή» δημοσιογραφία και ξυλεύονται.
Είναι εντυπωσιακό πως ακόμη και μία κοσμικογράφος, εκμυστηρεύτηκε πως δεχόταν πολλές πιέσεις για να γράφει για τον Λαυρεντιάδη. Όλη αυτή η ιστορία θυμίζει βέβαια την ιστορία με τον τέως βασιλιά, τον ανεκδιήγητο Γλύξμπουργκ, ο οποίος αφού το 1967, ετοίμασε το δικό του πραξικόπημα ανεπιτυχώς, όταν ανέλαβε η Χούντα, όρκισε την χουντική κυβέρνηση και φωτογραφήθηκε μαζί τους. Όταν μετά από χρόνια ρωτήθηκε γι αυτό, είχε το θράσος να πει πως ήταν ενάντια στη Χούντα.
Ως απόδειξη γι αυτό είχε λέει τη φωτογραφία στην οποία ποζάρει με τους χουντικούς. Στη φωτογραφία αυτή λοιπόν, δεν χαμογελούσε, απόδειξη πως έδειχνε δυσαρέσκεια. Η διαφορά βεβαίως είναι πως σε όλες τις φωτογραφίες του Λαυρεντιάδη με το πολιτικό και καλλιτεχνικό στερέωμα, όλοι τους χαμογελούν. Ευτυχισμένοι και σίγουροι για την διαιώνιση του συστήματος που έφτιαξαν.