περί απογόνων κουβέντα

«Όσοι δεν έχουν δικά τους προσόντα, καταφεύγουν στους ένδοξους προγόνους και παππούδες τους, με άλλα λόγια, σε τάφους και μνήματα.», Μένανδρος

 Χόρτασα να είμαι περήφανος απόγονος του Σωκράτη, του Κολοκοτρώνη και του Βελουχιώτη. Χόρτασα να καμαρώνω για την Ακρόπολη, τους Δελφούς και τις Μυκήνες. Χόρτασα φωτίζομαι από την “Ιλιάδα”, τον “Ύμνον εις την Ελευθερίαν και “Άξιον Εστί”. Τώρα που ξαναπείνασα, με τι θα με ταΐσεις, Ελλάδα;

 Σε μια εποχή όπου το πνεύμα, ο πολιτισμός και οι πολιτιστικές κληρονομιές παραμένουν σκονισμένα εκθέματα σε βιβλιοθήκες, μουσεία και νεκροταφεία, σε μια εποχή όπου κάθε ηθικός φραγμός βεβηλώνεται ή γκρεμοτσακίζεται, σε μια εποχή κανιβαλισμού και απανθρωπιάς, σε μια εποχή όπου καταρρέει κάθε αξία, κάθε λογική, τι νόημα έχει να μιλάει κανείς για προγόνους και υπερήφανους απόγονους; Πως μπορείς να κατοχυρώσεις και να βαπτίσεις δικό σου κάτι που δεν το γνωρίζεις, δεν το νιώθεις, δεν το ζεις, δεν έχεις καμιά ηθική, λογική ή φυσική σχέση μαζί του;  Πως μπορούν ένα άδειο στομάχι και ένα φυλακισμένο κορμί να χορτάσουν από την τροφή και τη γη που απολάμβανε ο Περικλής; Πως μπορούν τα τυφλά μάτια και το θολό μυαλό να επηρεαστούν από τη δύναμη της αρχαίας γνώσης; Πώς μπορεί μια ψυχή καιροσκόπα και ξεπουλημένη να  νιώσει τη μαγεία και την ενέργεια του Ολύμπου; Πως μπορεί μια σκοτεινή καρδιά να νιώσει την οργή και τη δίψα ενός αντάρτη, ενός αντιστασιακού;

 Τα προσόντα, τα επιτεύγματα, οι αρετές και τα κατορθώματα των προγόνων του, στοιχειώνουν τον νεοέλληνα εδώ και χρόνια. Δεκαετίες ρουφιανιάς, δειλίας, νεοφασισμού, ξεπουλήματος και καβάντζας τον μεταμόρφωσαν σε ζητιάνο αξιοπρέπειας και ελπίδας. Και όπως ο κλασικός πένης του δρόμου έχει κάτι να επιδείξει για να τον λυπηθεί ο περαστικός υποψήφιος Σαμαρείτης (κάποιο κομμένο πόδι, κάποιο βρέφος ή την φυσική φθορά του χρόνου), ο νεοέλληνας έχει επαναπαυτεί στο να παινεύεται ότι είναι Έλλην! Το έχει σήμα κατατεθέν, παράσημο, ταυτότητα σε κάθε του κουβέντα. Έτσι γενικά και αόριστα.

 Αρλουμπολόγος και άσχετος καθώς είναι όμως και αφού δεν υπάρχει κάποιο πατριδόμετρο να κουβαλάει μαζί του, τσουβαλιάζει όλους τους μεγάλους που περάσανε από αυτό τον τόπο στο τσουβάλι με τα λάφυρα του -πάντα περήφανου απόγονου- νεοέλληνα. Δεν ξέρει φυσικά ότι κάποια ονόματα που περιέχονται στη λίστα «των προγόνων του» δεν ήταν Έλληνες (με τον τρόπο που αυτός τους έχει κατατάξει μέσα στο κεφάλι του φυσικά). ο Αίσωπος ήταν πιθανότατα Αιγύπτιος ή Αιθίοπας. Ο Ξενοκράτης ήταν Χαλκηδόνιος. Ο Σιμπλίκιος ήταν από την Κιλικία. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ήταν Αρβανίτης και δεν ήξερε καν ελληνικά. Ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν ιταλικής καταγωγής. Ο Φλάβιος Βαλέριος Κωνσταντίνος (μέγας Κωνσταντίνος) ήταν Ρωμαίος φυσικά. Κάποιοι άλλοι, αν και Έλληνες (Σωκράτης, Διογένης, Αντισθένης), απέρριπταν τις ταμπέλες: «Δεν είμαι ούτε Αθηναίος πολίτης, ούτε Έλληνας πολίτης. Είμαι πολίτης του κόσμου. Σωκράτης».

 Τα πράγματα θα μπερδέψουν ακόμα πιο πολύ τώρα για τον περήφανο νεοέλληνα. Για αυτόν που μας λέει για δημοκρατία, για επανάσταση, για φιλοσοφία, για ηρωισμό, για τέχνες, για πνεύμα αθάνατο και πολιτισμό. Μερικές σκόρπιες ερωτήσεις, χωρίς χρονολογική σημασία, για σκόρπιο μυαλό του ημιμαθούς νεοέλληνα:                                                                                                                                 Η τυραννία που πρωτοεμφανίστηκε; Η βασιλεία που εδραιώθηκε; Στην αθηναϊκή δημοκρατία τι ρόλο είχαν οι γυναίκες; Οι είλωτες τι ήταν; Ο καιάδας; Τον Σωκράτη ποιοι τον σκότωσαν; Τον Αίσωπο; Τον Καποδίστρια; Ποιος πρόδωσε τους τριακόσιους του Λεωνίδα; Οι κοτζαμπάσηδες τι ήταν; Οι καταδότες; Οι χύτες; Στον εμφύλιο ποιοι πολεμούσαν εναντίον ποιών; Ο μέγας Αλέξανδρος ήταν απελευθερωτής ή κατακτητής; Ο στρατός του γιατί δεν άντεξε άλλο να τον ακολουθεί; Τους γερμανούς βασιλιάδες ποιος τους έβαλε στο κεφάλι μας; Τους ξεριζωμένους του 22’ πως τους υποδέχτηκε ο ελληνικός λαός;  Ο Κολοκοτρώνης πως πέθανε; Πόσοι επαναστάτες του 1821 ανταμείφθηκαν για τις προσφορές τους στην πατρίδα; Πόσοι μεγάλοι Έλληνες καλλιτέχνες πέθαναν στην ψάθα, ξεχασμένοι από λαό και κράτος; Τον Καζαντζάκη γιατί τον αφόρισε η εκκλησία; Ποιοι φυλάκισαν, βασάνισαν, έκλεψαν, δολοφόνησαν στα επτά χρόνια της χούντας;                                                                                                                                                                            Τόσα πολλά τα παραδείγματα  που σε κάνουν να νιώθεις αηδιασμένος για την ιστορία αυτού του λαού, που θα μπορούσα να γράφω για ώρες.

 Είναι εύκολο όμως να βάζει κανείς ταμπέλες, να καπηλεύεται μνήμες και ανδραγαθήματα, να σταυρώνει τα χέρια και να περιμένει να τον σεβαστεί η υφήλιος για την καταγωγή του, να κατηγορεί για ψεύτη, κακοπροαίρετο, ανθέλληνα, ή οτιδήποτε παρόμοιο όποιον έχει αντίθετη άποψη και ιστορικές γνώσεις για να αποδείξει το προφανές: ο Έλληνας είναι άνθρωπος. Και ο άνθρωπος, ασχέτως από την καταγωγή, την περιοχή στην όποια γεννήθηκε και μεγάλωσε, τον πολιτισμό, από τον οποίο κατάγεται, τη θρησκεία που του δώσανε και το φύλο ή το χρώμα του, έχει έναν χαρακτήρα. Επίσης ως ζώο, έχει μέσα του κάποια ένστικτα. Ένστικτα που πλάστηκαν και ωρίμασαν συνάμα με την εξέλιξη του είδους του. Ένστικτα που πάντα θα υπάρχουν μέσα του. Ένστικτα που είναι όπλα του κάθε χαρακτήρα και ως όπλα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ανά πάσα στιγμή, χωρίς κανένα κριτήριο. Ο καθένας μπορεί να γίνει ρουφιάνος, δολοφόνος, βιαστής, κλέφτης, απατεώνας, λαμόγιο. Δε θα μπορούσε ο Έλληνας;

Δύο είναι τα ζητούμενα: Πρώτον να απαγκιστρωθούμε από τη λογική ότι οι Έλληνες τα κάνανε όλα καλύτερα και να θαυμάσουμε αυτούς που προηγήθηκαν για τα έργα και τις πράξεις τους και όχι για την καταγωγή τους. Να μην μπαίνουμε σε άκυρες και άτοπες διαδικασίες σύγκρισης του Πλάτωνα με τον  Νίτσε, του μέγα Αλέξανδρου με τον Ιούλιο Καίσαρα, του Καβάφη με τον Ρεμπώ, του Καζαντζάκη με τον Ντοστογιέφσκυ, του Χατζιδάκι με τον Μπρεχτ, της Παξινού με την Γκάρμπο, του Κολοκοτρώνη με τον Γκεβάρα. Και δεύτερον να πάψουμε να είμαστε απλά απόγονοι κάποιων σπουδαίων και τρανών. Να πάψουμε να επαναπαυόμαστε πως έχουμε το «σήμα κατατεθέν» ή ότι βγήκαμε από καλούπι που δε σπάει. Οι καιροί επιβάλουν  να αφυπνιστούμε. Να χαράξουμε δικές μας πορείες. Να βαδίσουμε σε δικά μας μονοπάτια. Να κυνηγήσουμε αυτά που χάσαμε. Ψάχνοντας μέσα μας και βρίσκοντας τις δικές μας ξεχασμένες δυνάμεις και τα αρχέγονα ένστικτα που περιμένουν να βγουν προς τα έξω και να πάρουν μπρος!

Δεν με νοιάζει ποιος ήταν ο προπάππους μου, αν δεν ξέρω πρώτα ποιος είμαι εγώ. Δεν μου χρειάζονται τα όπλα των προγόνων μου, αν δεν ξέρω να τα χρησιμοποιήσω.Δεν μου ανήκουν οι νίκες των παλιών, αν δεν μπορέσω να τις παντρέψω με τις δικές μου νίκες.

 Salvador

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *