Ι. Ορισμός του εκφασισμού
Ως “εκφασισμό” θα ορίσω την σταδιακή ή ραγδαία, αναλόγως των συνθηκών, διαδικασία μετάλλαξης των στοιχείων της “αυθόρμητης σκέψης” ή της “κοινής λογικής” που εκφράζει ρητά ή άρρητα (δια των πολιτικών επιλογών ή της πολιτικής πρακτικής) ένα υποκείμενο, ώστε τα στοιχεία αυτά να ευθυγραμμίζονται με τις βασικές προκείμενες της φασιστικής ιδεολογίας.
Θα ισχυριστώ πως οι προκείμενες αυτές συνίστανται:
α) στην πίστη στην αναγκαιότητα ενός αυταρχικού, “σκληρού” (κι έτσι δήθεν “αδιάφθορου” και “μη εκβιάσιμου”) κράτους που θα επιβάλλει την αίσθηση πως ο αυταρχισμός του είναι συνάρτηση του πόσο μπορεί να αίρεται πάνω από τους επιμέρους κοινωνικούς ανταγωνισμούς, δηλαδή εγγύηση της “δικαιοσύνης” του
β) στον συνδυασμό του μιλιταριστικού πνεύματος με τον συντεταγμένο και επιθετικό ρατσισμό όπως αυτός εκφράζεται με τις δύο όψεις της ιμπεριαλιστικής νοοτροπίας: της υστερικής φοβίας της “εισβολής” από ξένα στοιχεία και της αντίληψης ως φυσιολογικής και επιβαλλόμενης της επέκτασης του εθνικού κεφαλαίου και της παρέμβασης, οικονομικής ή και στρατιωτικής, σε άλλες χώρες
γ) στην απροκάλυπτη εχθρότητα απέναντι στην προοπτική και την αξία της χειραφέτησης ως καθολικού και βιώσιμου ιδεώδους, και αντίστροφα, στην καλλιέργεια ενός ήθους που εξάρει την αξία της υποταγής και της συμμόρφωσης με την υφιστάμενη τάξη πραγμάτων και
δ) στην συνεπαγόμενη εχθρότητα απέναντι σε κάθε κοινωνική ομάδα η οποία γίνεται αντιληπτή ως φορέας του χειραφετητικού πνεύματος, με προεξάρχουσα την εργατική τάξη, εφόσον η δύναμη της τάξης αυτής να παρεμποδίσει ή να προκαλέσει φθορές στην “φυσιολογική” λειτουργία μιας οικονομίας σε “κατάσταση έκτακτης ανάγκης” την καθιστά άμεσα και απτά “επικίνδυνη” για τη λειτουργία αυτή.
ΙΙ. Ο εκφασισμός εκπορεύεται από τα πάνω
Θα ισχυριστώ πως ένα πρώτο στοιχείο κεντρικού και ουσιώδους χαρακτήρα για την θεωρητική κατανόηση της διαδικασίας του εκφασισμού είναι πως αυτή εκπορεύεται πάντοτε από τα πάνω.
Αυτός ο ισχυρισμός περιέχει μια πολυσημία, η οποία θα πρέπει να αναλυθεί στα συστατικά της σημασιολογικά στοιχεία.
α. Ο εκφασισμός εκπορεύεται από τα πάνω, πρώτον, επειδή πηγάζει αναγκαστικά και αναπόφευκτα από την οπτική της ανωτερότητας και της ισχύος. Προϋποθέτει δηλαδή τη διάχυση σχέσεων δραστικής ανισότητας και εκμετάλλευσης, οι οποίες να είναι απροκάλυπτα και μη απολογητικά τέτοιες. Αυτή η παραδοχή μας επιτρέπει να εντοπίσουμε τις χρονολογικές απαρχές της διαδικασίας του εκφασισμού σε περιόδους όχι κρίσης συσσώρευσης αλλά κεφαλαιοκρατικής επέκτασης και φαινομενικής “ευημερίας”. Τι συμβαίνει στην πραγματικότητα σε αυτές τις εποχές;
i. Η επέκταση των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων σε κάθε τομέα της κοινωνικής, ιδιωτικής και ψυχικής ζωής συνεπάγεται τον θρίαμβο αυτού που ο Μαρξ ονόμασε “χρηματικό κόμβο” [cash nexus] σε όλες ανεξαρτήτως τις ανθρώπινες σχέσεις. Εφόσον το χρήμα είναι το γενικό ισοδύναμο γίνεται αυτόματα και ο απόλυτος, αδιαμφισβήτητος δείκτης της εμπειρικά διαπιστώσιμης ανισότητας. Ο φτωχός, αυτός που έχει λιγότερα χρήματα, είναι επίσης ο “αποτυχημένος”, ο “ελειμματικός”· οπωσδήποτε, δεν περιβάλλεται πια από κανένα προστατευτικό μανδύα “ηθικής” (αγαθότητας, τιμιότητας, ή και αγιότητας), όπως θα μπορούσε να περιβληθεί σε μια περίοδο πριν την απόλυτη κυριαρχία των εμπορευματικών σχέσεων ευρύτερα και της χρηματικής σχέσης ειδικότερα πάνω στις κοινωνικές σχέσεις και την κοινωνική συνείδηση. Τον συνοδεύει παντού μια περιφρόνηση που έχει η ίδια απεμπολήσει κάθε ανάγκη για ηθική νομιμοποίηση (ως περιφρόνηση απέναντι στον τεμπέλη, τον αχαϊρευτο, τον σπάταλο, κλπ) και που βρίσκει πλήρη κάλυψη στο απλό γεγονός ότι εκπορεύεται από την αυταπόδεικτη νομιμότητα της χρηματικής ισχύος.
ii. Η εκμεταλλευσιμότητα μιας ομάδας ανθρώπων, η ευάλωτη θέση της απέναντι στην εκμετάλλευση, την καθιστά κατά συνέπεια απλώς αξιοπεριφρόνητη και αξιογέλαστη. Στην Ελλάδα της περιόδου 1990-2008, είναι χαρακτηριστική η απουσία από την κυρίαρχη ιδεολογία οποιουδήποτε ίχνους συμπόνοιας ή ταύτισης με το δράμα των χιλιάδων μεταναστών που εισέρρευσαν στη χώρα, αρχικά από τις χώρες των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης. Αντίθετα, οι άνθρωποι αυτοί, όταν δεν έγιναν αντιληπτοί (από μια μικρή τότε μερίδα “εξτρεμιστών”) ως “εθνικός κίνδυνος” έγιναν αντιληπτοί (από την μεγάλη πλειοψηφία) ως αξιογέλαστοι και αναπαραστήθηκαν μαζικά ως τέτοιοι στην μαζική κουλτούρα. Το ότι κουβαλούσαν μαζί τους, έστω ως αύρα, τον απόηχο από ένα πείραμα στην ανθρώπινη χειραφέτηση που κατέρρευσε, επέτεινε τον γενικευμένο σαδισμό που χαρακτήρισε την υποδοχή και πρόσληψή τους. Ήταν “οι χαμένοι” μιας ιστορίας που “τέλειωσε” με την ήττα και την συντριβή τους, και άρα (και αντιστρόφως) με τον θρίαμβο αυτών που θριάμβευσαν στην Ελλάδα μετά το τέλος του εμφυλίου. Ο συνδυασμός του ρατσισμού, της αίσθησης του θριάμβου του φιλελεύθερου καπιταλισμού, και της σαδιστικής θριαμβολογίας για την αποτυχία του σοσιαλιστικού οράματος έχει κομβική σημασία για τις απαρχές του σύγχρονου εκφασισμού και αποτελεί το πρώτο από τα επίπεδα του τι σημαίνει ότι ο εκφασισμός εκπορεύεται “από τα πάνω.”
β. Ο εκφασισμός εκπορεύεται από τα πάνω, δεύτερον, επειδή καλλιεργείται από τα ιδεολογικά όργανα, τους ιδεολογικούς μηχανισμούς, της άρχουσας τάξης. Η διαδικασία αυτή βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη στην περίοδο 1990-2008 στην οποία αναφέρθηκα πιο πάνω. Οι αναπαραστάσεις των μεταναστών ως αξιοπεριφρόνητων, μίζερων, δουλοπρεπών ανθρωπάκων δίχως ιστορία και παρελθόν, μνήμη ή εσωτερικότητα, ως παιχνιδιών στα χέρια του “καπάτσου” νεοέλληνα, ήταν αναπαραστάσεις ενορχηστρωμένες από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, που με την σειρά τους ήταν προπύργια έκφρασης των ιδεών του μονοπωλιακού κεφαλαίου (εφοπλιστών, μεγαλοβιομηχάνων, κλπ). Στην ουσία, μετουσίωναν την γυμνή εκμετάλλευση της εργασίας σε μονοπωλιακής έμπνευσης “φολκλόρ” για τους ψευδοπρονομιούχους, ελληνικής καταγωγής, εργαζόμενους. Εξασφάλισαν ότι δεν θα χτιζόταν καμία συνείδηση κοινότητας συμφερόντων μεταξύ ελλήνων και μεταναστών μισθωτών δούλων, ότι το κριτήριο της εντοπιότητας και της καταγωγής θα αποτελούσαν ευθύς εξαρχής έναν παράγοντα διαίρεσης της εργατικής τάξης που θα εξασφάλιζε πως η μαζική εισαγωγή φθηνής εργασίας από άλλες χώρες δεν θα απειλούσε αλλά αντίθετα θα ενίσχυε την αστική ιδεολογική εξουσία ενώ θα ενίσχυε, βέβαια, τον αστικό πλούτο.
Στην φάση της κρίσης καπιταλιστικής συσσώρευσης και συνεπαγόμενης απώλειας κεφαλαίων, είναι πολύ εύκολο η γενικευμένη απαξίωση των μεταναστών να εξελιχθεί από τη μία πλευρά σε δαιμονοποίησή τους, και από την άλλη, σε απαξίωση αυτού με το οποίο συνδέονται δομικά, δηλαδή την άγρια εκμεταλλεύσιμη μισθωτή εργασία. Έτσι, αφενός ο μετανάστης μετατρέπεται από “σάκος του μποξ” για το κυνικό “χιούμορ” μιας φαινομενικά ευημερούσας κοινωνίας σε σάκο του μποξ για τις ανασφάλειες και τις αγωνίες μιας κρισιακής κοινωνίας· αφετέρου, η σύνδεσή του με την γυμνή και απροστάτευτη εκμεταλλευσιμότητα καθιστά τώρα την ίδια αυτή εκμεταλλευσιμότητα, αποσπασμένη από την εθνοτική καταγωγή, πηγή αποστροφής, άγχους και φόβου.
Όσο πιο εκμεταλλεύσιμη κρίνεται μια ομάδα ανθρώπων, τόσο πιο μεγάλη η ανάγκη ψυχικής αποσύνδεσης των υπολοίπων από αυτή, ώστε να “προστατευτούν” από την ίδια μοίρα. Η αδυναμία της κοινωνίας, με άλλα λόγια, να επιδείξει στοιχειώδη αλληλεγγύη απέναντι σε “εγχώρια” στρώματα τα οποία αρχίζουν να πλήττονται έχει ήδη καλλιεργηθεί και “προβαριστεί” στον επιθετικό κυνισμό με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η εκμεταλλευσιμότητα του μετανάστη, και έχει ήδη επιταθεί από την απογύμνωση κάθε υπολειμματικής ηθικής σε κάθε χώρο ζωής όπου έχει κυριαρχήσει ο χρηματικός κόμβος. Δεν είναι τυχαίο, για να πάρουμε το εμπειρικό παράδειγμα του Θέμου Αναστασιάδη, ότι αυτοί που έκαναν καριέρα από τον χαρούμενο κυνισμό της ανάδειξης του χρήματος σε απόλυτο μέτρο κάθε έκφανσης της κοινωνικής ζωής, πρωταγωνιστούν τώρα στον τύποις εκφασισμό της ελληνικής κοινωνίας προάγοντας μορφώματα όπως η Χρυσή Αυγή. Αυτό που επικράτησε να ονομάζουμε “κιτς” στην Ελλάδα δεν είναι τίποτε άλλο από την επιδεικτική λατρεία της ανισότητας και της εκμετάλλευσης: της ανισότητας ανδρών και γυναικών, της ανισότητας ελλήνων και μεταναστών, της ανισότητας πλούσιων και φτωχών, κεφαλαιοκρατών και εργατών, ως βάση και εγέγγυο της ατέρμονης εκμεταλλευσιμότητας των δεύτερων.
γ. Ο εκφασισμός εκπορεύεται από τα πάνω, τρίτον, επειδή αποτελεί το παράγωγο της συντεταγμένης επιλογής της άρχουσας τάξης να αποτρέψει πάσει θυσία την ριζοσπαστικοποίηση των εκμεταλλευόμενων. Η αποτροπή αυτή περνά κεντρικά από το κλείσιμο της σοσιαλιστικής διεξόδου για τους εκμεταλλευόμενους.
Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει, πρακτικά, κλείσιμο της διόδου από την εμπειρία της γυμνής εκμετάλλευσης στην ανακάλυψη των προϋποθέσεων της ταξικής αλληλεγγύης (η οποία, αντίθετα με όσα προσπαθεί να επιβάλλει η κυρίαρχη ιδεολογία, έχει συγκεκριμένες ιδεολογικές προϋποθέσεις και δεν αποτελεί “αυθόρμητο” και “συναισθηματικό” φαινόμενο αλλά πολιτική επιλογή). Κάθε τι που μπορεί να παρεμποδίσει την εργατική τάξη από την συνείδηση του εαυτού της ως συνείδηση της ενότητάς της (γιατί είναι αξεδιάλυτη η ενότητα ανάμεσα στα δύο) επιτονίζεται και διαχέεται μαζικά. Κάθε εμπειρική διαίρεση που έχει ανακύψει από την εξέλιξη του τρόπου παραγωγής αναγάγεται σε μεταφυσική αρχή: οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα είναι γενημένοι εχθροί των εργαζομένων του δημοσίου· όσοι ζουν σε μεγάλες πόλεις έχουν αγεφύρωτες διαφορές με τους κατοίκους της επαρχίας· οι εργαζόμενοι στον τριτογενή τομέα δεν έχουν το παραμικρό κοινό σημείο με αυτούς του πρωτογενή· οι βιομηχανικοί εργάτες είναι πλάσματα άλλου πλανήτη για τους “κογκνιτάριους”· η “νεολαία” δεν έχει τίποτε κοινό με τους συνταξιούχους· και φυσικά, οι μετανάστες είναι “ξένα σώματα” και “βάρη” για την κοινωνία των “αυτόχθονων.”
Όσο περισσότερο ενώνεται και συνασπίζεται η αστική τάξη, τόσο πιο πολύ προωθεί τον εκφασισμό ως μέσο ταξικής διαίρεσης και κατακερματισμού των μισθωτών δούλων· όσο περισσότερο γίνεται αποδεκτή αυτή η διαίρεση και ο κατακερματισμός στην πράξη μέσα από την υποταγή στην ιερά αρχή του “ανταγωνισμού όλων εναντίον όλων” που διέπει την κοινωνία των ιδιωτών, τόσο περισσότερη ανταπόκριση βρίσκει η φαντασιακή αποκατάσταση της ελλείπουσας ενότητας σε ένα άλλο επίπεδο, συμβατό με την διασφάλιση της ιδεολογικοπολιτικής και οικονομικής εξουσίας της άρχουσας τάξης. Όσο λιγότερη η ταξική ενότητα, λοιπόν, τόσο πιο υστερικά επείγουσα η αναζήτηση της “εθνικής ενότητας”· όσο πιο κατακερματισμένη η εργατική τάξη, τόσο πιο μεγάλη η σαγήνη ενός κράτους που “θα αρθεί” πάνω από τον κατακερματισμό και “θα βάλει τους πάντες στη θέση τους” με κάμποση “σκληρή δικαιοσύνη”· όσο μεγαλύτερη η αίσθηση του βάθους της διαφθοράς θεσμών και λειτουργιών του αστικού κράτους, τόσο μεγαλύτερη η φενάκη ότι το πρόβλημα είναι η “ασθένεια” και η “αδυναμία” του κράτους και όχι το ακριβώς αντίθετο, η ανεξέλεγκτη ισχύς του και η πανταχού παρουσία του. Και όσο περισσότερο απομακρύνεται από τον ορίζοντα το καταφατικό περιεχόμενο της “ριζοσπαστικοποίησης” (δηλαδή, η ταύτισή της με το αίτημα για καθολική χειραφέτηση και για ισότητα), τόσο περισσότερο η ίδια η “ριζοσπαστικοποίηση” αποκτά αρνητικό, θανατηφόρο περιεχόμενο: “ριζοσπαστικοποίηση” του ταξικού μίσους, “ριζοσπαστικοποίηση” του φυλετικού μίσους, “ριζοσπαστικοποίηση” του αυταρχισμού, “ριζοσπαστικοποίηση” του μιλιταρισμού.
Με άλλα λόγια, ο εκφασισμός αποτελεί την φυσική, προδιαγεγραμμένη, ενσυνείδητα αναζητούμενη κατάληξη της πάλης της αστικής τάξης ενάντια στην ταξική ενότητα –και συνεπώς την συσπείρωση γύρω από το σοσιαλιστικό πρόταγμα– της εργατικής: η γιγάντωσή του είναι πάντα και αναπόδραστα ένδειξη του βαθμού επιτυχίας της αστικής τάξης στην ανάσχεση της επίδρασης του σοσιαλισμού στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Και αυτό σημαίνει επίσης: ο φασισμός είναι το παράγωγο της απάρνησης και καταστολής της επιθυμίας για σοσιαλισμό. Όταν λέμε ότι ο φασισμός είναι “αντιδραστικός” αυτό ακριβώς εννοούμε: είναι αντίδραση, αντενεργός και αρνητική δράση με στόχο την κατάπνιξη της ενεργού και καταφατικής δράσης, της δράσης για την ανθρώπινη χειραφέτηση από την εκμετάλλευση.