Γιώτα Ιωαννίδου
Με αυτές τις σκέψεις ο Γιώργος πήρε πάλι τους δρόμους…
Ο Σαμίρ ήρθε στην Ελλάδα πριν πέντε χρόνια. Τότε ήταν στα δέκα. Θέλει να ξεχνάει την παγωνιά της βάρκας που τους ξέβρασε ανοικτά στο Λαύριο. Μάνα, πατέρας δεν ξέρει αν υπάρχουν πια. Κουβαλάει μαζί του το χαμόγελο της μητέρας του όταν του έχωσε στον κόρφο λίγο ψωμί, καθώς τον αποχαιρετούσε. Στα δεκαπέντε πια ζει με ένα τσούρμο συμπατριώτες του σε ένα χαμόσπιτο. Τα γενέθλια του δεν τα θυμάται ούτε αυτός. Βλέπει τα παιδιά της απέναντι γειτονιάς με τις τσάντες τους καθώς γυρνούν από το σχολείο και κάτι του δαγκώνει την καρδιά. Έμαθε λίγα ελληνικά. Παλεύει από το πρωί, με χαμαλοδουλιές για το καθημερινό φαγητό. Δεν έχει σχέδια για το αύριο. Στην αρχή έσκυβε το κεφάλι γιατί καταλάβαινε ότι τον λυπόνταν. Τώρα φοβάται, γιατί τελευταία τα βλέμματα που συναντά έχουν πολύ μίσος. Κανένας δεν τον θέλει για φίλο. Για κορίτσια, ούτε λόγος. Να φύγει; Πως και για πού; Να έκανε κάποιο φίλο…
Αυτά σκεφτόταν ο Σαμίρ καθώς κατέβαινε από το λεωφορείο κι έπαιρνε το δρόμο για την παράγκα που έμενε.
Ο Γιώργος τον είδε ξαφνικά. Για την ακρίβεια ήταν απορροφημένος από τις σκέψεις του και την τσατίλα του και προχωρούσε χωρίς να βλέπει μπροστά του. Έπεσε πάνω στο Σαμίρ κατά λάθος, καθώς κατέβαινε από το λεωφορείο. Εκείνος κάτι ψιθύρισε, αποσβολωμένος, κι έφερε το χέρι του προς τα μπρος κλειστό. Αυτό του έλειπε τώρα να του λένε ότι τράκαρε και με τον «απόπατο», σκέφτηκε ο Γιώργος. Έτσι φώναζαν τον Σαμίρ κάτι νταήδες που έλυναν τα ζωνάρι τους για ξύλο. Ο Γιώργος δεν τους πήγαινε στην αρχή αλλά τους κρυφοθαύμαζε αργότερα. Όλοι τους φοβόντουσαν και υποχωρούσαν μπροστά τους. Τον κοίταξε με μίσος και του κατέβασε μια μπουνιά, πριν προλάβει αυτός να σκεφτεί κι ο άλλος να αντιδράσει. Ένιωσε προς στιγμή δυνατός, όταν τον είδε να παραπατάει και να πέφτει στο πεζοδρόμιο, μέσα στα αίματα. Τι θα έλεγαν τώρα οι νταήδες; Ότι ήταν και ο πρώτος! Ξαφνικά ένιωσε τα πόδια του να τρέμουν. Το θύμα του κοίταζε πέρα με απλανή, νεκρά μάτια κάπου μακριά…και από το χέρι του κυλούσε ένα κόκκινο μπαλάκι. Σαν κι αυτό που συνήθιζε κι ο ίδιος να τριπλάρει στους διαδρόμους του σχολείου…
Θα πει κανείς: Έ τι να κάνουμε, τα παιδιά δεν μπορούν εύκολα να διαχειριστούν τον ψυχικό τους κόσμο. Τον μετασχηματίζουν σε λογαριασμούς αλλόκοτους, παλεύοντας με τον εαυτό τους και με τους άλλους. Λογαριασμούς που τους λύνουν με ακόμη πιο αλλόκοτο και συχνά παράλογο και βίαιο τρόπο.
Εντάξει… Και εμείς πως ξεμπερδεύουμε με αυτούς τους λογαριασμούς; Μας αφορούν ή είμαστε παρατηρητές;
Πως αισθανόμαστε αλήθεια; Εμείς, οι συνάδελφοι μας, οι φίλοι μας, οι γείτονες, οι συγγενείς μας, οι συγχωριανοί μας, όλοι εμείς και αυτοί, φωναχτά ή ψιθυριστά παίρνουμε κάποια θέση.
Οργή, μίσος, συμπάθεια, συμπόνια, αμηχανία, πόνος, θλίψη, ευχαρίστηση, δικαίωση, χαρά; Το γνωρίζουμε πως όλα είναι παρόντα σαν ενδεχόμενα.
Είναι ένας τρελός χορός αντίθετων αισθημάτων, συλλογισμών και σκέψεων, που γρονθοκοπούνται με μεγαλύτερη σκληρότητα και βιαιότητα από αυτή που αναδύουν οι γροθιές του Γιώργου στο πρόσωπο του Σαμίρ.
Και είναι τόσο σπουδαία αυτή η αντιπαράθεση αξιών, όσο και μια απεργία διαρκείας. Τόσο αδυσώπητη όσο και η ανακοίνωση απολύσεων και ο χωρισμός σε απολυμένους και αυτούς που θέλουν να κρατήσουν τη δουλειά τους, ‘’μακριά από φασαρίες’’. Τόσο ανυπόφορη, όσο και η ματιά του άστεγου ή η θέα του ματωμένου κεφαλιού από αστυνομικό βασανισμό.
Αλλά δεν είναι μόνο το βάσανο της σκέψης. Υπάρχουν και χειρότερα ακόμη διλλήματα. Τι θα έκανες κανείς αν ήταν μπροστά σε αυτή τη σκηνή και στο μέσο της παρατήρησης των πολλών;