Στο «G20», που συνεδριάζει στη Μόσχα, μεταφέρεται ο καυγάς που αφορά σε ανταγωνισμούς και στο εσωτερικό της Ευρωζώνης.
Στη Σύνοδο του «G20», που θα γίνει στη Μόσχα την Παρασκευή και το Σάββατο 15 και 16/2, μεταφέρεται ο νομισματικός πόλεμος που βρίσκεται σε εξέλιξη και οξύνεται στο φόντο της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, εν μέσω ισχυρών ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών για το ποια μονοπώλια θα επικρατήσουν στις αγορές σε βάρος άλλων.
Η Γαλλία, που εδώ και καιρό πρωταγωνιστεί στην ανακίνηση του θέματος στην Ευρωζώνη, επιδιώκει να συζητηθεί «το θέμα της μεταβλητότητας στις παγκόσμιες συναλλαγματικές ισοτιμίες» στη σύνοδο των 20 ισχυρότερων καπιταλιστικών οικονομιών του πλανήτη, όπως είπε ο υπουργός Οικονομικών, Π. Μοσκοβισί.«Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες θα πρέπει να αντανακλούν τα οικονομικά θεμελιώδη», πρόσθεσε ο ίδιος, και επέκρινε με νόημα άλλες χώρες ότι παρουσιάζουν «επιθετικές συμπεριφορές σε όρους νομισματικής πολιτικής».
Σ’ αυτό το πνεύμα και μιλώντας εκ μέρους της γαλλικής αστικής τάξης, οι εξαγωγές της οποίας δέχονται πίεση από το ισχυρό ευρώ και την ισοτιμία του έναντι του δολαρίου και του γεν, συνέστησε «να διασφαλίσουμε ότι μπορούμε να περιορίσουμε τη μεταβλητότητα στις συναλλαγματικές ισοτιμίες, η οποία θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομία, εάν συνεχιστεί». Σύμφωνα με τον Μοσκοβισί, η Γαλλία επιδιώκει «μια συντονισμένη προσέγγιση στο θέμα και αυτό είναι το μήνυμα που θα περάσει στα διεθνή ινστιτούτα και ιδίως σε επίπεδο G20».
Το ευρώ έχει ανατιμηθεί κατά 13% περίπου έναντι του δολαρίου από τον Ιούλη του 2012, με αποτέλεσμα οι εξαγωγές των χωρών της Ευρωζώνης – πλην της Γερμανίας – να πλήττονται, σε μια περίοδο μάλιστα που αναζητούν νέες αγορές σε Ασία και Αμερική για να τονώσουν την καταρρακωμένη οικονομία τους. Η ανατίμηση του ευρώ αποτελεί πεδίο έντονης αντιπαράθεσης και μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας, με το Βερολίνο να αρνείται σταθερά να ενθαρρύνει την ανάμειξη των κυβερνήσεων στη διαμόρφωση των συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Παρέμβαση των μεγαλοτραπεζιτών
Παρέμβαση για το ζήτημα έκανε χτες και το Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο (IIF), καλώντας τους υπουργούς Οικονομικών και τους κεντρικούς τραπεζίτες από το «G20» να αποφύγουν τους λεγόμενους «νομισματικούς πολέμους», επειδή υπάρχει κίνδυνος «να εκτροχιάσουν την παγκόσμια ανάκαμψη».
«Ο κίνδυνος αυτός προκύπτει καθώς ορισμένες χώρες βασίζονται ολοένα και περισσότερο σε πολιτικές νομισματικής χαλάρωσης για να τονώσουν την ανάπτυξη. Εφόσον ανακοινώνονται και εφαρμόζονται χωρίς συντονισμό, αυτές οι δράσεις νομισματικής χαλάρωσης θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ανεπιθύμητη μεταβλητότητα στις συναλλαγματικές ισοτιμίες», αναφέρει μεταξύ άλλων το Ινστιτούτο, το οποίο αντιπροσωπεύει περισσότερα από 470 μεγάλα χρηματοοικονομικά ιδρύματα.
Η καμπάνα των μεγαλοτραπεζιτών χτυπάει κύρια για τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, οι τράπεζες των οποίων κόβουν αβέρτα χρήμα για να τονώσουν την οικονομία, οδηγώντας τα νομίσματά τους σε υποτίμηση έναντι του «σκληρού» ευρώ. Ως αποτέλεσμα, τα προϊόντα που εξάγουν είναι πιο ανταγωνιστικά έναντι εκείνων των χωρών της Ευρωζώνης.
Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες δε θα πρέπει να επηρεάζονται από τις διαθέσεις των κυβερνήσεων, επανέλαβε από την πλευρά του ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Β. Σόιμπλε, μετά την ολοκλήρωση του προχτεσινού Γιούρογκρουπ. «Το πρόβλημα των ισοτιμιών δεν είναι στο ευρώ, αλλά υπάρχουν ανησυχίες σε σχέση με τα άλλα μεγάλα νομίσματα», πρόσθεσε, λέγοντας κι αυτός ότι θα ήθελε να δει το θέμα να εξετάζεται στη συνάντηση του «G20».
Η χειραγώγηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών από χώρες εκτός της Ευρωζώνης αποτελεί «μια ανησυχία», δήλωσε και ο υπουργός Οικονομικών της Ιταλίας, προσθέτοντας ότι η αξία του ευρώ θα πρέπει να καθορίζεται από τις αγορές. «Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες θα πρέπει να καθορίζονται από την αγορά και θα επιθυμούσαμε όλες οι χώρες να το ακολουθούν αυτό», ήταν η δήλωση του Β. Γκρίλι, σύμφωνα με το «Dow Jones Newswires», προσθέτοντας κι αυτός ότι οι εξαγωγικές επιχειρήσεις στην Ιταλία έχουν εκφράσει παράπονα για την πρόσφατη άνοδο του ευρώ.
Παζάρια και στο «G7»
Το ζήτημα των νομισματικών ισοτιμιών απασχόλησε και τη Σύνοδο των υπουργών Οικονομικών και των κεντρικών τραπεζιτών της Ομάδας των Επτά (G7 – ΗΠΑ, Ιαπωνία, Γερμανία, Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία και Καναδάς). Με κοινή ανακοίνωση διακήρυξαν τη δέσμευση των χωρών τους στην ελεύθερη διαμόρφωση των ισοτιμιών στην αγορά συναλλάγματος, δηλώνοντας ότι «οι υπερβολικές διακυμάνσεις και οι έντονες μεταβολές στις ισοτιμίες μπορούν να έχουν επιπτώσεις στην οικονομική και χρηματοοικονομική σταθερότητα».
Τις ανησυχίες περί κλιμάκωσης των εντάσεων σε διεθνές επίπεδο με αφορμή τις ισοτιμίες έχει τροφοδοτήσει κυρίως η στάση της νεοεκλεγείσας ιαπωνικής κυβέρνησης, η οποία ασκεί πιέσεις για επιθετική ποσοτική χαλάρωση με στόχο την εξασθένιση του γεν για τόνωση της ανταγωνιστικότητας της ιαπωνικής οικονομίας. Αξιωματούχος που συμμετείχε στη σύνοδο δήλωσε στο «Bloomberg» ότι στην Ομάδα των Επτά υπάρχει έντονη ανησυχία για τις «υπερβολικές κινήσεις» (σ.σ. τη μεγάλη πτώση) στην ισοτιμία του γεν.
Από την πλευρά του, ο Αμερικανός υφυπουργός Οικονομικών, Λ. Μπρέιναρντ, δήλωσε μεν ότι οι πολιτικές με στόχο την εξασθένιση των νομισμάτων θα πρέπει να αποφεύγονται, αλλά επιβεβαίωσε τη στήριξη των ΗΠΑ προς τις πολιτικές της ιαπωνικής κυβέρνησης «για την αντιμετώπιση του αποπληθωρισμού», κάτι που ερμηνεύτηκε ως ανοχή των ΗΠΑ προς την εξασθένιση του γεν. Ο Ιάπωνας υπουργός Οικονομικών, Τ. Ασο, χαιρέτισε τη δήλωση του G7, λέγοντας ότι η πολιτική του Τόκιο δεν έχει ως στόχο να επηρεάσει τις ξένες αγορές συναλλάγματος.