Στο κείμενό του “Η καταγωγή και οι παραλλαγές του φασισμού” (
Ι,
ΙΙ), ο Kurt Gossweiler ακολουθεί την εδραιωμένη εδώ και δεκαετίες άποψη του μαρξισμού ότι ο φασισμός είναι η μορφή της αντεπανάστασης που ανταποκρίνεται στις συνθήκες αφενός της υλοποίησης της προλεταριακής επανάστασης ως νικηφόρου προοπτικής ανατροπής της αστικής εξουσίας, και αφετέρου της όξυνσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών των μονοπωλίων σε παγκόσμια κλίμακα.
Είναι παιδί, με άλλα λόγια, αφενός της υλοποίησης των χειρότερων φόβων της αστικής τάξης από τον καιρό του Μαρξ, και αφετέρου του ιμπεριαλιστικού παροξυσμού για μια πίττα που μοιάζει να μικραίνει και να προαπαιτεί δραστικά μέτρα κατά των ανταγωνιστών. Η αστική δεκτικότητα στον Κεϋνσιανισμό, όπως την ανέλυσε ο Αντόνιο Νέγκρι σε πρώιμο κείμενό του, καθώς και η δεκτικότητα στον λειτουργικό και χρήσιμο ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας –η ανάδειξή της ως κάτι περισσότερο από ακίνδυνο χόμπι γενειοφόρων ονειροπόλων– εντάσσονται στα ίδια πλαίσια που γέννησαν τον φασισμό, κι έτσι τόσο η “αναγέννηση” του Κεϋνσιανισμού όσο και η “καθεστωτική” ενίσχυση της (σφοδρώς κεϋνσιανής) σοσιαλδημοκρατίας μπορούν να ενταχθούν σε ένα ευρύτερο φάσμα αστικών αντιδράσεων που περιλαμβάνει τον φασισμό, και που μπορεί να συνδυάζει στοιχεία και από τις τρεις “τροπικότητες” της αστικής διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης (τον κεϋνσιανισμό, την επανεπινόηση και ανάδειξη σοσιαλδημοκρατικών “λύσεων”, τον φασισμό).
Το σημαντικότερο ερώτημα που τίθεται σήμερα, όταν το ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα βρίσκεται σε βαθύτατη κρίση και αποδιοργάνωση, και όταν φυσικά η νικηφόρος επανάσταση του προλεταριάτου φαντάζει πολύ πιο μακρινό ενδεχόμενο από ό,τι φάνταζε τις παραμονές του Οκτώβρη του 1917, είναι το γιατί έχουμε φαινόμενα ραγδαίας ενίσχυσης του φασισμού, και όχι μόνο στην Ελλάδα, σε μια περίοδο που δεν υπάρχει επανάσταση, και άρα αδήριτη αναγκαιότητα για αντεπανάσταση.
Η ερώτηση είναι κρίσιμη όσο είναι και δύσκολη, κι εδώ θα καταγράψω απλώς δύο θεωρητικές εικασίες προς διερεύνηση και πιθανώς εμπειρική επαλήθευση από μελλοντικές εξελίξεις:
α) Με δεδομένη την γιγαντιαία ανάπτυξη του καπιταλισμού σε πλανητικό επίπεδο και την τρομακτική ενίσχυση των αλληλοσυνδέσεων μορφών κεφαλαίου και κεφαλαιοκρατικών κέντρων σε όλο τον πλανήτη, τα διακυβεύματα από μια οποιαδήποτε ενδεχόμενη ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας έστω σε μία χώρα φαντάζουν σήμερα γεωμετρικά μεγαλύτερα από ό,τι ήταν το 1917. Ο βαθμός αλληλοσύνδεσης των οικονομιών είναι τέτοιος που μία κατάρρευση σε έναν και μόνο κρίκο της αλυσίδας θα ήταν πολύ δυσκολότερο να αντιμετωπιστεί ως απομονωμένο φαινόμενο. Από αυτή την άποψη, η πρόληψη είναι σήμερα πολύ σημαντικότερη. Ας προστεθεί σ’ αυτό η επίγνωση της σημερινής άρχουσας τάξης ότι έχει ήδη ιστορικά αποδειχτεί ότι η προλεταριακή επανάσταση είναι όχι απλώς εφικτή αλλά και δυνητικά νικηφόρα: είναι πιθανό η επίγνωση να ενισχύει την αυστηροποίηση των “προληπτικών μέτρων”, ακόμα και όταν το ενδεχόμενο που καλούνται να “προλάβουν” δεν διαφαίνεται πουθενά στον άμεσο ορίζοντα.
β) Ο βαθμός σήψης του καπιταλισμού μετά από δεκαετίες υπερδιόγκωσης του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας και ακόμα και εξάντλησης φυσικών πόρων απαραίτητων για τη βιομηχανική ανάπτυξη είναι σήμερα πολύ μεγαλύτερος, και η αστική τάξη θα πρέπει να ιδωθεί ως ακόμα αντιδραστικότερη –ίσως κατά πολύ αντιδραστικότερη– από τους προγόνους της κατά τη δεκαετία του 1930. Ίσως αρκεί να σκεφτούμε ότι οι πολιτικοί πρόγονοι των φασιστών στην δεκαετία εκείνη ήταν ο Λουδοβίκος Ναπολέοντας, ο Τιέρ, ή ο Βίσμαρκ, ενώ στην δική μας περίοδο, ο αντιδραστικός παροξυσμός των αστών μπορεί εντοπίσει τους δικούς του προγόνους στους Χίτλερ, Μουσσολίνι και Φράνκο. Υπάρχει, με άλλα λόγια, ποιοτικό άλμα στην έκταση και το βάθος της βαρβαρότητας την οποία η σημερινή αστική τάξη έχει επίγνωση ότι είναι ικανή να εξαπολύσει για να υπερασπιστεί την εξουσία της και την διαιώνιση του συστήματος με το οποίο εξασφαλίζει τα προνόμιά της.
Συνεπώς, είναι πιθανό η ανάπτυξη του φασισμού χωρίς καν να υπάρχει όχι επανάσταση αλλά ούτε καν άμεση και διαφαινόμενη προοπτική επανάστασης, να είναι ένδειξη ενός άλματος στην αντιδραστικοποίηση της αστικής τάξης σε σχέση με την δεκαετία του 30, που με την σειρά του αντανακλά τον πολύ μεγαλύτερο βαθμό σήψης του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος, τον πολύ πιο βαρβαρικά βίαιο χαρακτήρα της “φυσιολογικότητάς” του — και φυσικά, και των συνεπειών της κρίσης του.
Αυτή η εικασία επιβεβαιώνεται και από την ανοιχτή και χωρίς ενδοιασμούς ανοχή, αν όχι προώθηση, καθαρά φασιστικών ενεργειών και πρακτικών από την αστική τάξη και τα κόμματά της· έχει εκλείψει στην δική μας εποχή το είδος του προβληματισμένου αστισμού, της αστικής ανησυχίας απέναντι στον φασισμό, που χαρακτηρίζει την σκέψη στην “προοδευτική” αστική Βαϊμάρη. Καμία ένδειξη αυτής της μετάλλαξης δεν είναι τόσο δραματική όσο η ευκολία με την οποία το είδος του μεταπολεμικού “φιλελευθερισμού” το οποίο υποτίθεται πως αναδύθηκε ως διαμαρτυρία για τις ακρότητες του φασισμού είναι σήμερα το πιο ενεργό στήριγμα της φασιστικής μετάλλαξης. Αρκεί να αναζητήσει κανείς έναν (1) μη μαρξιστή διανοούμενο ο οποίος να αναλαμβάνει το βάρος μιας ατομικής και κατά μέτωπο σύγκρουσης με την αυταρχοποίηση του κράτους και των πολιτικών ιδεολογιών ως ασύμβατων με τον αστικό πολιτισμό (δεν υπάρχει κανείς, και η ανήμπορη νοσταλγία, στη δική μας χώρα, για “ανατρεπτικούς συντηρητικούς” όπως ο Χατζιδάκις λέει πολλά) για να υποπτευθεί ότι έχει αθέατα και απαρατήρητα συντελεστεί στις περασμένες δεκαετίες μια τρομακτικής έκτασης αντιδραστικοποίηση της αστικής τάξης καθώς οι ιμπεριαλιστικές της δεσμεύσεις σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες βαθαίνουν και εντείνονται.
πηγή: Lenin Reloaded