Αυτά που είπε ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Οικονομικών Γ. Μέργος στη Γενική Συνέλευση της Ενωσης Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδας ούτε να διαστρεβλωθούν μπορούν ούτε να παρερμηνευτούν. Ηταν σαφέστατα: «Μπορεί στην Ελλάδα να έχει μειωθεί το μοναδιαίο κόστος εργασίας, αλλά ακόμα ο κατώτατος μισθός είναι υψηλός. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να δούμε σχετικά με την ανάπτυξη». Για να στηρίξει, μάλιστα την άποψή του παρέθεσε πίνακες με παραδείγματα κατώτερων μισθών από τις χώρες του ΟΟΣΑ (όχι της Ευρωζώνης, μόνο) και κατέληξε στο συμπέρασμα: «Υπάρχει φως στο τούνελ, ωστόσο ο δρόμος για την ανάπτυξη είναι ακόμα μακρύς». Μ’ άλλα λόγια, ο δρόμος για την ανάπτυξη περνάει μέσα από τη μείωση των μισθών, συμπεριλαμβανόμενου και του κατώτερου μισθού. Οπως θα δούμε παρακάτω, ο Μέργος κάθε άλλο παρά τυχαία ή άσχετα μίλησε. Μίλησε ακριβώς στο πνεύμα των επιδιώξεων των καπιταλιστών, στο πνεύμα της κινεζοποίησης, όπως αυτό αποτυπώνεται ανάγλυφα και στα Μνημόνια 2 και 3 (το τελευταίο, αν και υπογράφτηκε στις 21 Δεκέμβρη, δόθηκε μόλις την περασμένη Δευτέρα μεταφρασμένο στα ελληνικά).
Οσα ακολούθησαν την ομιλία Μέργου ανήκουν στη σφαίρα της παραπολιτικής και όχι της πολιτικής. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Μέργος είναι ένας στυγνός τεχνοκράτης, όμως δεν στερείται πολιτικής πείρας. Συμμετέχει στις δεξιές κυβερνήσεις από την εποχή του Αλογοσκούφη, είναι καθηγητής πανεπιστημίου και έχει αίσθηση του πολιτικού timing. Δύο τινά μπορεί να συμβαίνουν. ‘Η δεν υπολόγισε ότι θα ξεσπάσει τέτοιος θόρυβος, δεδομένου ότι μιλούσε σ’ ένα ακροατήριο καπιταλιστών και μανατζαραίων, ή ήταν προσυνεννοημένος με τον Στουρνάρα ν’ ανοίξει ξανά το ζήτημα των μισθών για να ψαρέψουν αντιδράσεις.
Τα υπόλοιπα ήταν αναμενόμενα. Το Μαξίμου έδωσε εντολή να «μαζέψουν» το θέμα κι αυτό ανατέθηκε στον Βρούτση, δηλαδή ένα πρόσωπο μηδενικής αξιοπιστίας και μηδενικού πολιτικού βάρους. Ο Βρούτσης κάλεσε τις κάμερες για να πει: «Εχω δηλώσει κατ’ επανάληψη ότι ο κατώτατος μισθός είναι χαμηλός και θα μείνει σε αυτά τα επίπεδα μέχρι το τέλος του προγράμματος». Επειδή όταν μιλάει ο Βρούτσης γελάνε και τα τσιμέντα, ζητήθηκε από τον ίδιο τον Μέργο να κάνει δήλωση κι αυτός είπε ότι παρουσίασε τις προσωπικές του απόψεις, από τις οποίες απομονώθηκε ένα κομμάτι, για να καταλήξει:«Ουδέποτε ζήτησα μείωση του κατώτατου μισθού». Πράγματι, δεν ζήτησε μείωση, είπε ότι «πρέπει να το δούμε»!
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η δήλωση Μέργου στάλθηκε σε κοινό Δελτίο Τύπου μαζί με δήλωση του Στουρνάρα για άσχετο θέμα. Ηταν το μήνυμα ότι ο υπουργός καλύπτει τον γενικό του γραμματέα, ενώ ούτε το Μαξίμου ζήτησε από τον Στουρνάρα να τον διώξει. Ο Μέργος παρέμεινε στο πόστο του, παρά τον πολιτικό σάλο που ξέσπασε. Κι αυτό λέει πολλά, για να μην πούμε ότι λέει τα πάντα. Στελέχη του Μαξίμου, μάλιστα, έλεγαν με νόημα πως μετά τις δηλώσεις Μέργου δεν αποκλείεται να έρθει η τρόικα στις αρχές του Μάρτη και να βάλει στο τραπέζι ξανά το ζήτημα του κατώτερου μισθού. Ως γνωστόν, όλα τα «κακά» τα κάνει η τρόικα, ενώ οι κυβερνήσεις βάζουν «κόκκινες γραμμές» και« αντιστέκονται».
Ας επιστρέψουμε στη σφαίρα της πολιτικής και ας δούμε την ουσία. Είτε από κακό υπολογισμό είτε λειτουργώντας σαν «λαγός», ο Μέργος είπε φωναχτά αυτά που μελετούν στα επιτελεία. Το θέμα του κατώτερου μισθού δεν έχει κλείσει, διότι είναι διακηρυγμένη η πρόθεση να κατέβει αυτός σε επίπεδα Βουλγαρίας και Ρουμανίας. Αυτή είναι η στρατηγική και είναι γραμμένη χωρίς περιστροφές στο Μνημόνιο 2, όπου αναφέρεται:
«Η κυβέρνηση θα λάβει μέτρα για την ενθάρρυνση της ταχείας προσαρμογής του κόστους εργασίας […] Η στρατηγική αυτή πρέπει να στοχεύει στη μείωση του ονομαστικού μοναδιαίου κόστους εργασίας κατά 15% στο διάστημα 2012-14 […] Εως το τέλος Ιουλίου 2012 θα καταρτιστεί ένα χρονοδιάγραμμα για την αναθεώρηση της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας. Η πρόταση θα στοχεύει στην αντικατάσταση του ύψους των μισθών που ορίζονται στην ΕΓΣΣΕ με ελάχιστο ύψος μισθού νομοθετημένο από την κυβέρνηση σε διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους […] Θα δώσουμε μεγαλύτερη έμφαση στην εξασφάλιση μειώσεων στο ανά μονάδα κόστος εργασίας και στην βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, μέσω ενός συνδυασμού περικοπών των ονομαστικών μισθών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας […] Θα λάβουμε και προκαταρκτικά μέτρα για να επιτρέψουμε μια μείωση στους ονομαστικούς μισθούς για να κλείσει γρήγορα το κενό μας στην ανταγωνιστικότητα και να τεθεί μια πρώιμη βάση για την βιώσιμη ανάπτυξη […] Τα μέτρα αυτά θα δώσουν τη δυνατότηταμείωσης της απόκλισης του κατώτατου μισθού σε σχέση με τους ανταγωνιστές μας (Πορτογαλία, Κεντρική και Νοτιοανατολική Ευρώπη) […] Αυτό θα ευθυγραμμίσει το πλαίσιο του κατώτατου μισθού της Ελλάδας με αυτό συγκρίσιμων κρατών».
Ο κατώτερος μισθός πρέπει να τείνει προς τα επίπεδα της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας και των άλλων βαλκανικών χωρών (αυτή είναι η Νοτιοανατολική Ευρώπη), γιατί αυτά είναι τα «συγκρίσιμα» με την Ελλάδα κράτη. Πόσο πιο καθαρά να το πουν οι άνθρωποι;
Εκείνο που πρέπει να τονίσουμε είναι πως η λεγόμενη ανταγωνιστικότητα συνδέεται ευθέως με το λεγόμενο κόστος εργασίας[*]. Μπορεί σε διάφορες τοποθετήσεις τους, για να καθησυχάσουν τους εργάτες και εργαζόμενους μισθωτούς και να τους ρίξουν στάχτη στα μάτια, τα στελέχη της συγκυβέρνησης και οι έμμισθοι κονδυλοφόροι του συστήματος να λένε πως η «ανταγωνιστικότητα» εξαρτάται από άλλους παράγοντες και όχι τόσο από το «κόστος εργασίας», όμως στα επίσημα κείμενα, όπως είναι τα Μνημόνια, που έχουν ισχύ μεγαλύτερη απ’ αυτή του Συντάγματος, η «ανταγωνιστικότητα» συναρτάται αποκλειστικά με το «κόστος εργασίας».
Στο Μνημόνιο-3, που όπως είπαμε μόλις την περασμένη Δευτέρα δόθηκε μεταφρασμένο στα ελληνικά, από την εισαγωγή ακόμη αναφέρεται: «Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, μετρούμενη με το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, αναμένεται επίσης να επέλθει με ταχύτερο ρυθμό». Με το λεγόμενο κόστος εργασίας και μόνο μετρούν την «ανταγωνιστικότητα». Παρακάτω, αναφέρεται: «Οι μεταρρυθμίσεις εργασίας που υιοθετήθηκαν τον Φεβρουάριο του 2012 στο πλαίσιο του προγράμματος έχουν ήδη συμβάλει στη μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Η κυβέρνηση θα συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις και θα τις εφαρμόσει ομοιόμορφα σε όλους τους τομείς στους οποίους εφαρμόζονται. Ωστόσο, το σύστημα κατώτατου μισθού στην Ελλάδα παραμένει περίπλοκο και αποσυνδεδεμένο από τις ευρύτερες συνθήκες της αγοράς εργασίας».
Τι σημαίνουν αυτά; Την απάντηση τη δίνει το Μνημόνιο-3 λίγο παρακάτω: «Ως προαπαιτούμενη δράση για την αναθεώρηση (παράρτημα ΙΙ), η κυβέρνηση δημιούργησε ένα χρονοδιάγραμμα για τη μεταρρύθμιση του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα. Σύμφωνα με το νέο πλαίσιο, η κυβέρνηση θα θέσει σε εφαρμογή ένα μηχανισμό για τον ελάχιστο μισθό που θα εγκριθεί από το κοινοβούλιο μετά από πρόταση της κυβέρνησης (που πρέπει να γίνει μετά από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους και άλλους ενδιαφερόμενους φορείς και ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες). Το σύστημα θα τεθεί σε ισχύ ως τα τέλη Μαρτίου 2013. Σε αυτό το σημείο, ο νόμιμος κατώτατος μισθός και τα επιδόματα ωρίμανσης θα ισούνται με τα επίπεδα που συμφωνήθηκαν κατά την έγκριση του προγράμματος, τον Μάρτιο του 2012 και θα παγώσουν σε αυτά τα επίπεδα. Δεν θα υπάρξουν άλλα επιδόματα […] Ως το πρώτο τρίμηνο του 2014 η κυβέρνηση θα εκτιμήσει κατά πόσον ο μηχανισμός είναι επαρκής για την αντιμετώπιση της ανεργίας και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας».
Εσείς τι λέτε, σ’ ένα χρόνο από τώρα, θα κρίνουν ότι ο κατώτερος μισθός είναι «επαρκής για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας», όταν «συγκρίσιμες χώρες» θεωρούνται η Πορτογαλία και οι βαλκανικές χώρες; Ο Στουρνάρας κατηγορεί τον ΣΥΡΙΖΑ ότι παίζει με τις λέξεις, επειδή αναφέρθηκε σε απάντηση του Ολι Ρεν προς τον Ν. Χουντή. «Ουδέν ψευδέστερον, αφού η απάντηση του Επιτρόπου αναφέρεται ξεκάθαρα σε “αναθεώρηση” και όχι σε μείωση του κατώτατου μισθού που δήθεν έχει δεσμευτεί η κυβέρνηση στο μνημόνιο, όπως παραπλανητικά ισχυρίζεται ο κ. Χουντής», κραύγασε ο Στουρνάρας. Ομως κάνει αυτός παιχνίδι με τις λέξεις και μάλιστα δεν είναι καθόλου καλός σ’ αυτό. Μπορεί οι ΣΥΡΙΖΑίοι, πρόχειροι, δημαγωγικοί και εντυπωσιοθήρες, όπως πάντοτε, να ανέτρεξαν στον Ρεν, όμως δεν χρειαζόμαστε τον Ρεν, όταν έχουμε το ίδιο το Μνημόνιο.
Πώς θα γίνει η «αναθεώρηση» του κατώτερου μισθού; Αφού μελετηθεί αν βοηθάει στη βελτίωση της «ανταγωνιστικότητας», η οποία όπως είδαμε συνδέεται αποκλειστικά με το επίπεδο των μισθών (αυτό που ονομάζουν «κόστος εργασίας». Λέτε σ’ ένα χρόνο από τώρα η Ελλάδα να έχει κατακλυστεί από επενδύσεις, οπότε να θεωρηθεί ότι το σύστημα μισθών βοηθά στη βελτίωση της «ανταγωνιστικότητας»; Το αντίθετο θα έχει συμβεί. Επενδυτική ξηρασία. Και τότε θα «ανακαλύψουν» ότι πρέπει να χτυπήσουν κι άλλο τους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα. Το ‘χουμε ξαναδεί το έργο και δεν πρέπει να αμφιβάλλουμε.
Αλλωστε, γιατί πηγαίνουν τα γιγαντιαία μονοπώλια στην Κίνα, την Ινδία, τη Βραζιλία; Μόνο για τα άθλια επίπεδα μισθών και τις ανύπαρκτες εργασιακές προστασίες. Αυτό είναι το πρότυπό τους και για την Ελλάδα, προς αυτό τείνουν κι αυτή την τάση υλοποιούν με τα απανωτά αντεργατικά νομοθετήματα. Ο πρόεδρος των γερμανών καπιταλιστών το είπε καθαρά πριν από λίγο καιρό. Ολη η Ελλάδα πρέπει να μετατραπεί σε ΕΟΖ (Ειδική Οικονομική Ζώνη). Και ξέρουμε καλά τι είναι οι ΕΟΖ, όπου δημιουργήθηκαν. Μπορεί να λένε διάφορες μπούρδες ο Στουρνάρας, ο Χατζηδάκης, ο Βρούτσης, υπάρχει όμως η διεθνής εμπειρία, από την Κίνα μέχρι το Μαρόκο και από τη Σινγκαπούρη μέχρι τη Βραζιλία, που «μιλά» για εργασιακά κάτεργα.
Ας επανέλθουμε, λοιπόν, στον Μέργο. Ο Μέργος είναι ένας προβεβλημένος τεχνοκράτης, δεν είναι ο Βρούτσης, ένας δευτεροκλασάτος συνδικαλιστής που βρέθηκε υπουργός επειδή την έκανε ο Νικολόπουλος. Ως τεχνοκράτης, λοιπόν, περιέγραψε μια διαδικασία με δύο στόχους, έναν γενικό και έναν ειδικό. Ο γενικός στόχος είναι η μείωση του «μοναδιαίου κόστους εργασίας» σε όλη την κλίμακα της οικονομίας. Δηλαδή, η συμπίεση όλων των εργατικών μισθών, διαδικασία που έχει ξεκινήσει με την κατάργηση των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας και της διαιτησίας που λειτουργούσε κατά κάποιον τρόπο σαν αυτόματος πιλότος, δίνοντας παντού τις αυξήσεις της ΕΓΣΣΕ. Ο ειδικός στόχος έχει να κάνει με το κατώτερο μεροκάματο, που πρέπει να πέσει κι άλλο, για να ‘χουν την ελπίδα ότι μπορεί να βρεθούν ξένοι καπιταλιστές που θα θελήσουν να επενδύσουν σε ελληνικές ΕΟΖ (αλλιώς αυτές θα παραμείνουν ευσεβής πόθος).
Αυτή είναι η κινεζοποίηση, για την οποία εμείς μιλάμε από την εποχή του πρώτου Μνημόνιου, όταν όλοι έτρωγαν το παραμύθι, ότι μόνο δημοσιονομικά μέτρα θα ληφθούν, οπότε δε θα θιγούν οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα.
[*] Ο όρος «κόστος εργασίας» είναι ένας αντιεπιστημονικός όρος της αστικής πολιτικής οικονομίας, ο οποίος έχει ως σκοπό να συσκοτίσει την πραγματικότητα ή μάλλον να την τοποθετήσει με το κεφάλαι κάτω και τα πόδια πάνω. Σύμφωνα με την αστική πολιτική οικονομία, μοναδικός παραγωγός αξιών είναι ο καπιταλιστής που διαθέτει το κεφάλαιο, ενώ ο εργάτης δεν είναι παρά ένα στοιχείο κόστους, δίπλα σε όλα τα υπόλοιπα (πρώτες ύλες, ενέργεια, κτίρια, μηχανήματα κτλ.). Επομένως, όταν πληρώνεται ο εργάτης εισπράττει στο ακέραιο αυτό που προσέφερε. Στο μνημειώδες έργο του «Το Κεφάλαιο», ο Καρλ Μαρξ απέδειξε ότι μοναδικός παραγωγός νέων αξιών είναι η ανθρώπινη εργασία. Ο εργάτης δεν πληρώνεται στο ακέραιο την αξία της εργασίας που προσέφερε, αλλά αφήνει (παρά τη θέλησή του) στον καπιταλιστή ένα μέρος της εργασίας. Αυτή ο Μαρξ την ονόμασε υπερεργασία και το προϊόν της υπεραξία, από την οποία προέρχεται το καπιταλιστικό κέρδος σε όλες τις μορφές του. Αέναη είναι η πάλη ανάμεσα στους καπιταλιστές και τους εργάτες για τον καθορισμό αυτών των δυο μεριδίων της εργασίας. Αυτού που πληρώνεται ο εργάτης με το μισθό και αυτού που καρπώνεται ο καπιταλιστής.
Υπό το πρίσμα της επιστημονικής ανάλυσης του Μαρξ μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα γιατί η «ανταγωνιστικότητα» του ελληνικού (και όχι μόνο) καπιταλισμού συνδέεται ευθέως με το «κόστος εργασίας», δηλαδή με τους εργατικούς μισθούς. Μπορούμε ν’ αντιληφθούμε ότι η κινεζοποίηση δεν είναι παρά μια διαδικασία, μέσω της οποίας οι εργατικοί μισθοί στην Ελλάδα σπρώχνονται προς τα κατώτερα όρια που παρατηρούνται διεθνώς. Μπορεί να μη φτάσουν ποτέ στα επίπεδα της Κίνας, όμως η τάση είναι να ωθούνται προς αυτά.
Πηγή:Κόντρα