Το κατάλαβες ανόητε νοικοκυραίε; Σήμερα που ξύπνησες στο νοικοκυρεμένο σου σπίτι, θυμήθηκες να ξεπλύνεις τα αίματα απ’ τα χέρια σου; Τα αίματα ενός παιδιού γύρω στα 30 που το έλεγαν Παύλο Φύσσα; Τα αίματα ενός παιδιού που θα μπορούσε να είναι το δικό σου, να ‘χει το όνομά σου. Τα αίματα μιας κοινωνίας που άνοιξε διάπλατα τις πύλες της στον φασισμό και τα ανθρωπόμορφα κτήνη που τον εκπροσωπούν.
Το κατάλαβες ηλίθιε τιμωρέ του σάπιου πολιτικού συστήματος; Ο πέλεκυς της τιμωρίας που θεώρησες ότι έρριξες στην κάλπη, πέφτει τώρα πάνω στον αυχένα σου κι έχει το πρόσωπο του φόβου και της σιωπής. Βέβαια! Τι πιο εύκολο από το να τιμωρήσεις τους κλέφτες που τα έφαγαν, αναθέτοντας σε μία συμμορία τη βρόμικη δουλειά και να κάθεσαι εσύ με σταυρωμένα χέρια. Βρέθηκε ο ένοχος, βρέθηκε κι ο «τίμιος», μπουκωμένος στεροειδή, τιμωρός του, κι εσύ ησύχασες, λυτρώθηκες κι άραξες να δεις στην τηλεόραση το δράμα να ξεδιπλώνεται. Μόνο που ξέχασες πολίτη – τιμωρέ της πλάκας, πως η συμμορία κάθε άλλο παρά να τιμωρήσει το σύστημα επιδιώκει. Η συμμορία θα βρίσκεται στην πόρτα σου σε χρόνο μηδέν, να σου ζητά τον λόγο για κάθε τι διαφορετικό που σε ορίζει.
Το κατάλαβες γελοίε Ελληνάρα; Εσύ που επέλεξες εύκολα τους εχθρούς σου, τους ενόχους, τους βάρβαρους, τους ξένους που σου κλέβουν τις δουλειές. Εσύ που κρυφογέλασες σαν άκουσες για μία Μανωλάδα, για ένα Πέραμα και για πολλά ακόμη σκοτεινά κι ανήκουστα «τυχαία» περιστατικά που νόμιζες πως δεν σε αγγίζουν εσένα, τον αγνό Έλληνα.
Κι όμως… Το κτήνος που έθρεψες αθώε νοικοκυραίε, δεν θα χορτάσει με το αίμα των απίστων και των αλλοδαπών. Πολύ σύντομα θα ξερογλειφτεί και για το αίμα οποιουδήποτε τολμήσει να αντισταθεί, να διαφωνήσει, να μιλήσει, να τραγουδήσει… Πολύ σύντομα θα μυρίσει και το δικό σου αίμα.”